Ὁ δὲ εὐλογημένος Ἀντώνιος, φυλάττων ἀκόμη ὑπακοὴν πρὸς τὸν Ὅσιον, μετέβη εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ ἀφοῦ ἠγόρασε τὰ ἀναγκαῖα ἐξεκίνησεν, ἵνα ὑπάγῃ εἰς τὴν Ρόδον. Ἀλλ’ ἔπνεεν ἄνεμος ἀντίθετος, ὅστις ὡδήγει τὸ πλοῖον εἰς ἄλλον τόπον. Τότε ὁ Ἀντώνιος καὶ οἱ ἄλλοι παρεκάλεσαν τὸν Θεὸν νὰ βοηθήσῃ αὐτούς, διὰ τῶν εὐχῶν τοῦ Ὁσίου Λεοντίου. Καί, ὤ τοῦ θαύματος! ἔπαυσεν εὐθὺς ὁ ἀντίθετος ἄνεμος καὶ μετ’ ὀλίγον εἰσήρχετο τὸ πλοῖον εἰς τὸν λιμένα τῆς Ρόδου. Ὁ δὲ Ἅγιος, βλέπων, μὲ τὴν Χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὰ μακρὰν ὄντα, ὡς παρόντα, εἶπε πρὸς τοὺς περιεστῶτας· «Κατέλθετε εἰς τὸν αἰγιαλόν, διότι ἦλθεν ὁ Οἰκονόμος τῆς Μονῆς καὶ μᾶς ἔφερεν ὅ,τι χρειαζόμεθα». Μεταβάντες τότε ἐκεῖνοι εἰς τὸν λιμένα εὗρον τὸν Οἰκονόμον Ἀντώνιον καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ Μοναχούς, οἵτινες μόλις εἶχον ἀγκυροβολήσει τὸ πλοῖόν των καὶ ἐθαύμασαν διὰ τὸ προορατικὸν τοῦ Ἁγίου.
Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ἄνοιξις, μετέβη ὁ Ὅσιος εἰς τὴν Κύπρον, εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἦτο ὡρισμένον νὰ διαμένῃ ὁ κατὰ καιροὺς Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων πρὸς μικρὰν ἀνάπαυσιν. Εὑρὼν δὲ τοῦτο ἔρημον καὶ κατακρατούμενον ἀπὸ δύο Μοναχοὺς ἀμονάχους, οἵτινες συγκατῴκουν μετὰ γυναικῶν καὶ ἄλλο τίποτε δὲν ἐφρόντιζον, εἰ μὴ νὰ συμφθείρωνται μετ’ αὐτῶν, ἐλυπήθη πολὺ καὶ συνεβούλευσε τούτους νὰ ἀπόσχουν τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μετανοήσουν, διὰ νὰ μὴ ἔλθῃ εἰς αὐτοὺς ἀπροόπτως ὁ θάνατος καὶ κολασθῶσιν. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι ἔμειναν εἰς τὴν κακίαν των, προφασιζόμενοι ὅτι ἡ συνήθεια ἐνίκησε καὶ αὐτοὺς καὶ νόμον καὶ κανόνας. Ὁ δὲ Ἅγιος στενάξας ἐκ βάθους καρδίας εἶπεν· «Ἐγώ, τέκνα μου, ἔπραξα τὸ χρέος μου καὶ σᾶς συνεβούλεσα διὰ τὸ καλόν σας. Ἐπειδὴ ὅμως σεῖς καταφρονεῖτε καὶ ἐμὲ καὶ τοὺς λόγους μου, ὁ Θεὸς πλέον θὰ σᾶς κρίνῃ». Καί, ὤ τῆς δυστυχίας των! Μετὰ μίαν ἡμέραν ἔφθασεν ἡ θεία Δίκη καὶ ἐξαίφνης ἀπέθανον καὶ οἱ δύο, χωρὶς καθόλου νὰ ἀσθενήσουν. Διότι γνωρίζει ἡ θεία Δίκη νὰ τιμωρῇ ἐκείνους, οἵτινες ἁμαρτάνουν καὶ δὲν μετανοοῦν.
Ἐγένετο δὲ τότε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κύπριός τις Μοναχός, Ἰωάννης ὀνόματι, ὁ ὁποῖος, πεσών, φεῦ! εἰς πορνείαν, ἐνόμιζεν ὅτι δὲν θὰ πληροφορηθῇ τοῦτο ὁ Ἅγιος, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἦτο ἀμετανόητος. Ὅθεν ό πνευματικός του Πατὴρ ἐφανέρωσε τοῦτο εἰς αὐτὸν καὶ ἐπιτιμῶν παρεκίνει νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ διορθωθῇ. Ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἠθέλησε.