Ἐπιθυμήσας δέ ποτε ὁ διδάσκαλος νὰ μεταβῇ εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, παρέλαβε μεθ’ ἑαυτοῦ καὶ τὸν μαθητήν του Λεόντιον. Ὅμως, λόγῳ συμβάσης τρικυμίας, εὑρέθησαν εἰς τὴν νῆσον Πάτμον καὶ ἀνελθόντες εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἀνεπαύθησαν ἐπ’ ὀλίγας ἡμέρας. Κατόπιν ἐπεβιβάσθησαν πάλιν εἰς πλοῖον καὶ ἔπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον, διὰ νὰ μείνουν ἐκεῖ, ἕως ὅτου παρέλθῃ ὁ χειμὼν καὶ ὅταν ἔλθῃ ἡ ἄνοιξις νὰ μεταβοῦν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς τὴν Τιβεριάδα, τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Γέροντός του. Ἀλλ’ ὁ Θεός, ὅστις προεγνώριζε τὰ κατορθώματα, τὰ ὁποῖα ἔμελλε νὰ πράξῃ ὁ θεῖος Λεόντιος εἰς τὴν Πάτμον, δὲν ἄφησεν αὐτὸν νὰ ἀναγωρήσῃ πέραν τῆς Κύπρου. Ὅθεν, γνωρίζων ὁ νέος, ὅτι δὲν ἦτο συμφέρον εἰς αὐτὸν νὰ παραμένῃ εἰς τὴν Κύπρον, ἐπεθύμει νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Πάτμον καὶ νὰ διαμείνῃ εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Θεολόγου, διότι ἤρεσεν εἰς αὐτὸν ὁ τόπος καὶ ἡ πολιτεία τῶν Πατέρων, οἵτινες ἠσκοῦντο ἐκεῖ. Ἐπειδὴ δὲ παρουσιάσθη εὐλογοφανὴς ἀφορμή, ἐζήτησε παρὰ τοῦ Ἀρχιερέως ἄδειαν νὰ ἀναχωρήσῃ. Ὁ δὲ Θεός, ὅστις παρεκίνησε πρὸς τοῦτο τὸν μαθητήν, Αὐτὸς παρεκίνησε καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ διδασκάλου του, ὅστις ἔδωσεν εἰς τὸν Ὅσιον τὴν ἄδειαν καὶ οὕτως ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Πάτμον, μὲ ὅλην του τὴν προθυμίαν, χωρὶς νὰ ἔχῃ μετ’ αὐτοῦ ἄλλο τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παλαιόρασα τὰ ὁποῖα ἐφόρει.
Ὡς δὲ ἔφθασεν εἰς τὸ Μοναστήριον, ἐγένετο δεκτὸς ἀπὸ τὸν τότε Ἡγούμενον, Θεόκτιστον ὀνόματι, ὁ ὁποῖος ἦτο ἄνθρωπος τῇ ἀληθείᾳ πνευματικὸς καὶ θεράπων Θεοῦ, ἱκανὸς νὰ γνωρίζῃ τὸν κρυπτὸν καὶ ἔσω ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν ἔξω καὶ φαινόμενον. Ὑποδεχθεὶς δὲ τὸν Ὅσιον, παρήγγειλε νὰ μὴ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀδελφούς, μηδὲ νὰ μεταβαίνῃ εἰς τὴν κοινὴν σύναξιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ νὰ ἡσυχάζῃ ἐντὸς τοῦ κελλίου του καὶ νὰ κάμνῃ τὸν κανόνα, τὸν ὁποῖον ὥρισεν εἰς αὐτόν. Διότι ἦτο ἀκόμη νέος ἀγένειος καὶ ἦτο ἐνδεχόμενον ὁ πονηρὸς διάβολος νὰ δημιουργήσῃ σκάνδαλα. Μένων λοιπὸν ὁ νέος εἰς τὸ κελλίον του δὲν ἠμέλησε τὴν ἀκρίβειαν τῆς μοναδικῆς πολιτείας, ἀλλ’ ἡ προσευχή του ἦτο ἀδιάλειπτος, ἡ ἀνάγνωσις τῶν θείων Γραφῶν, ἡ ψαλμῳδία καὶ ὁ ζῆλος εἰς τὰς ἀρετάς, τὰ δὲ δάκρυά του ἔτρεχαν κρουνηδὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν του. Ὅτε δὲ οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ ἐκοιμῶντο καὶ ὅταν δὲν ἠδύνατο νὰ δακρύσῃ εὐκόλως εἶχε κατεσκευασμένον ἓν λωρίον καὶ δι’ αὐτοῦ ἔδερε γυμνὸν τὸ σῶμά του καὶ ἐκ τῶν πολλῶν πόνων ἐδάκρυεν, ἔστω καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ.