Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ἐπιθυμήσας δέ ποτε ὁ διδάσκαλος νὰ μεταβῇ εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, παρέλαβε μεθ’ ἑαυτοῦ καὶ τὸν μαθητήν του Λεόντιον. Ὅμως, λόγῳ συμβάσης τρικυμίας, εὑρέθησαν εἰς τὴν νῆσον Πάτμον καὶ ἀνελθόντες εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἀνεπαύθησαν ἐπ’ ὀλίγας ἡμέρας. Κατόπιν ἐπεβιβάσθησαν πάλιν εἰς πλοῖον καὶ ἔπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον, διὰ νὰ μείνουν ἐκεῖ, ἕως ὅτου παρέλθῃ ὁ χειμὼν καὶ ὅταν ἔλθῃ ἡ ἄνοιξις νὰ μεταβοῦν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς τὴν Τιβεριάδα, τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Γέροντός του. Ἀλλ’ ὁ Θεός, ὅστις προεγνώριζε τὰ κατορθώματα, τὰ ὁποῖα ἔμελλε νὰ πράξῃ ὁ θεῖος Λεόντιος εἰς τὴν Πάτμον, δὲν ἄφησεν αὐτὸν νὰ ἀναγωρήσῃ πέραν τῆς Κύπρου. Ὅθεν, γνωρίζων ὁ νέος, ὅτι δὲν ἦτο συμφέρον εἰς αὐτὸν νὰ παραμένῃ εἰς τὴν Κύπρον, ἐπεθύμει νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Πάτμον καὶ νὰ διαμείνῃ εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Θεολόγου, διότι ἤρεσεν εἰς αὐτὸν ὁ τόπος καὶ ἡ πολιτεία τῶν Πατέρων, οἵτινες ἠσκοῦντο ἐκεῖ. Ἐπειδὴ δὲ παρουσιάσθη εὐλογοφανὴς ἀφορμή, ἐζήτησε παρὰ τοῦ Ἀρχιερέως ἄδειαν νὰ ἀναχωρήσῃ. Ὁ δὲ Θεός, ὅστις παρεκίνησε πρὸς τοῦτο τὸν μαθητήν, Αὐτὸς παρεκίνησε καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ διδασκάλου του, ὅστις ἔδωσεν εἰς τὸν Ὅσιον τὴν ἄδειαν καὶ οὕτως ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Πάτμον, μὲ ὅλην του τὴν προθυμίαν, χωρὶς νὰ ἔχῃ μετ’ αὐτοῦ ἄλλο τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παλαιόρασα τὰ ὁποῖα ἐφόρει.

Ὡς δὲ ἔφθασεν εἰς τὸ Μοναστήριον, ἐγένετο δεκτὸς ἀπὸ τὸν τότε Ἡγούμενον, Θεόκτιστον ὀνόματι, ὁ ὁποῖος ἦτο ἄνθρωπος τῇ ἀληθείᾳ πνευματικὸς καὶ θεράπων Θεοῦ, ἱκανὸς νὰ γνωρίζῃ τὸν κρυπτὸν καὶ ἔσω ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν ἔξω καὶ φαινόμενον. Ὑποδεχθεὶς δὲ τὸν Ὅσιον, παρήγγειλε νὰ μὴ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀδελφούς, μηδὲ νὰ μεταβαίνῃ εἰς τὴν κοινὴν σύναξιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ νὰ ἡσυχάζῃ ἐντὸς τοῦ κελλίου του καὶ νὰ κάμνῃ τὸν κανόνα, τὸν ὁποῖον ὥρισεν εἰς αὐτόν. Διότι ἦτο ἀκόμη νέος ἀγένειος καὶ ἦτο ἐνδεχόμενον ὁ πονηρὸς διάβολος νὰ δημιουργήσῃ σκάνδαλα. Μένων λοιπὸν ὁ νέος εἰς τὸ κελλίον του δὲν ἠμέλησε τὴν ἀκρίβειαν τῆς μοναδικῆς πολιτείας, ἀλλ’ ἡ προσευχή του ἦτο ἀδιάλειπτος, ἡ ἀνάγνωσις τῶν θείων Γραφῶν, ἡ ψαλμῳδία καὶ ὁ ζῆλος εἰς τὰς ἀρετάς, τὰ δὲ δάκρυά του ἔτρεχαν κρουνηδὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν του. Ὅτε δὲ οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ ἐκοιμῶντο καὶ ὅταν δὲν ἠδύνατο νὰ δακρύσῃ εὐκόλως εἶχε κατεσκευασμένον ἓν λωρίον καὶ δι’ αὐτοῦ ἔδερε γυμνὸν τὸ σῶμά του καὶ ἐκ τῶν πολλῶν πόνων ἐδάκρυεν, ἔστω καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.