Τοιαῦτα ἔκαμνεν ὁ Ὅσιος ὀλίγον καιρὸν εὑρισκόμενος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Οὕτω ὑπό τινων μὲν ἐθαυμάζετο καὶ ἐμαρτυρεῖτο, ὅτι εἶναι δοῦλος ἀληθὴς τοῦ Θεοῦ, ὑπὸ ἄλλων δὲ ἐδέρετο καὶ ἐνομίζετο ὡς τρελλός. Ἦλθε δὲ τότε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν εἷς πολὺς κατὰ τὴν ἀρετήν, Ἀρχιερεὺς ὢν τῆς Τιβεριάδος, καὶ εὐθὺς ὁ θεῖος Λεόντιος προσεκολλήθη εἰς αὐτὸν καὶ ὑπετάσσετο εἰς πάντα. Ὅθεν, ἀρεσκόμενος διὰ τοῦτο ὁ πνευματικός του Πατήρ, ἐχαίρετο καὶ ἐμακάριζεν αὐτὸν διὰ τὴν φρόνησίν του καὶ τὴν ὑπακοήν του, βλέπων αὐτὸν βαστάζοντα ὁλοψύχως ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ τὸν ζυγὸν τοῦ Χριστοῦ ἂν καὶ ἦτο τόσον νέος. Ἐπὶ τοσοῦτον δὲ εἰργάσθη τὴν ἀρετὴν τῆς ὑπακοῆς ὁ μακάριος, ὥστε σημεῖα μεγάλα καὶ παράδοξα ἐτελέσθησαν δι᾽ αὐτῆς, τὰ ὁποῖα ἀκούσατε.
Ἐπειδὴ ὁ Γέρων αὐτοῦ δὲν κατῴκει ἐντὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὄρους τινός, ὅστις ὠνομάζετο Αὐχενόλακκος, εἰς τόπον σκληρὸν μέν, ἀλλὰ κατάλληλον δι’ ἡσυχίαν καὶ ἐκεῖ ἐδίδασκε τοὺς μαθητάς του τὰ ψυχοσωτήρια, διὰ τοῦτο παρουσιάσθη ποτὲ ἀνάγκη νὰ ἀποστείλῃ τὸν Λεόντιον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὅθεν παρήγγειλεν εἰς αὐτὸν νὰ τελειώσῃ τὴν ὑπηρεσίαν του καὶ τὴν ἰδίαν ἡμέραν νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς τὴν ἡσυχίαν του, ἵνα προφυλαχθῇ ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, οἵτινες ἀκολουθοῦν εἰς τὰς πόλεις, εἰπὼν ἀκόμη καὶ τοῦτο, ὅτι οὐδὲ εἰς τοὺς ἰχθῦς συμφέρει νὰ παραμένουν πολὺν καιρὸν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς.
Ταύτην τὴν ἐντολὴν ἀκούσας ὁ Λεόντιος μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἐφρόντισε νὰ τελειώσῃ τὴν ὑπηρεσίαν του τὸ συντομώτερον. Ἀφοῦ δὲ ἔφερε ταύτην εἰς πέρας ἐνῷ ἀκόμη ἦτο ἡμέρα, κατῆλθεν εἰς τὸν αἱγιαλόν, διὰ νὰ εὕρῃ πλοιάριον καὶ νὰ ἀναχωρήσῃ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τὰ μέρη, ὅπου ἦτο ὁ Γέρων αὐτοῦ. Ὅμως δὲν εὗρε πλοῖον καὶ ἡ ὥρα παρήρχετο. Ὅθεν, διαπεράσας μὲ ἄλλο πλοιάριον εἰς τὸ ἀντικρὺ μέρος καὶ τρέχων ὡς νὰ τὸν ἐκυνήγουν, ἔφθασεν εἰς τὸ Μέγα Ρεῦμα διὰ νὰ εὕρῃ ἐκεῖ πλοιάριον, ἵνα φθάσῃ ἐγκαίρως, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Γέροντός του. Ἀλλ’ ἐβασίλευσεν ὁ ἥλιος καὶ δὲν εὑρίσκετο πλέον ἄνθρωπος εἰς τὸν αἰγιαλόν, διὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ ἀντικρὺ μέρος. Συναντήσας δὲ Ἱερέα τινά, φίλον τοῦ Γέροντός του, παρεκάλει τοῦτον νὰ τὸν διαπεράσῃ τὸ γρηγορώτερον, διότι, εἶχεν ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Γέροντά του νὰ μὴ κοιμηθῇ ἔξω ἀπὸ τὸ κελλίον του. Ὁ δὲ Ἱερεύς, ἀποκριθεὶς ὅτι ἡ ὥρα παρῆλθε καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἦσαν εἰς τὰς οἰκίας των, παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν του διὰ νὰ δειπνήσῃ καὶ νὰ ἀναπαυθῇ.