Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Τοιαῦτα ἔκαμνεν ὁ Ὅσιος ὀλίγον καιρὸν εὑρισκόμενος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Οὕτω ὑπό τινων μὲν ἐθαυμάζετο καὶ ἐμαρτυρεῖτο, ὅτι εἶναι δοῦλος ἀληθὴς τοῦ Θεοῦ, ὑπὸ ἄλλων δὲ ἐδέρετο καὶ ἐνομίζετο ὡς τρελλός. Ἦλθε δὲ τότε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν εἷς πολὺς κατὰ τὴν ἀρετήν, Ἀρχιερεὺς ὢν τῆς Τιβεριάδος, καὶ εὐθὺς ὁ θεῖος Λεόντιος προσεκολλήθη εἰς αὐτὸν καὶ ὑπετάσσετο εἰς πάντα. Ὅθεν, ἀρεσκόμενος διὰ τοῦτο ὁ πνευματικός του Πατήρ, ἐχαίρετο καὶ ἐμακάριζεν αὐτὸν διὰ τὴν φρόνησίν του καὶ τὴν ὑπακοήν του, βλέπων αὐτὸν βαστάζοντα ὁλοψύχως ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ τὸν ζυγὸν τοῦ Χριστοῦ ἂν καὶ ἦτο τόσον νέος. Ἐπὶ τοσοῦτον δὲ εἰργάσθη τὴν ἀρετὴν τῆς ὑπακοῆς ὁ μακάριος, ὥστε σημεῖα μεγάλα καὶ παράδοξα ἐτελέσθησαν δι᾽ αὐτῆς, τὰ ὁποῖα ἀκούσατε.

Ἐπειδὴ ὁ Γέρων αὐτοῦ δὲν κατῴκει ἐντὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὄρους τινός, ὅστις ὠνομάζετο Αὐχενόλακκος, εἰς τόπον σκληρὸν μέν, ἀλλὰ κατάλληλον δι’ ἡσυχίαν καὶ ἐκεῖ ἐδίδασκε τοὺς μαθητάς του τὰ ψυχοσωτήρια, διὰ τοῦτο παρουσιάσθη ποτὲ ἀνάγκη νὰ ἀποστείλῃ τὸν Λεόντιον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὅθεν παρήγγειλεν εἰς αὐτὸν νὰ τελειώσῃ τὴν ὑπηρεσίαν του καὶ τὴν ἰδίαν ἡμέραν νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς τὴν ἡσυχίαν του, ἵνα προφυλαχθῇ ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, οἵτινες ἀκολουθοῦν εἰς τὰς πόλεις, εἰπὼν ἀκόμη καὶ τοῦτο, ὅτι οὐδὲ εἰς τοὺς ἰχθῦς συμφέρει νὰ παραμένουν πολὺν καιρὸν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς.

Ταύτην τὴν ἐντολὴν ἀκούσας ὁ Λεόντιος μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἐφρόντισε νὰ τελειώσῃ τὴν ὑπηρεσίαν του τὸ συντομώτερον. Ἀφοῦ δὲ ἔφερε ταύτην εἰς πέρας ἐνῷ ἀκόμη ἦτο ἡμέρα, κατῆλθεν εἰς τὸν αἱγιαλόν, διὰ νὰ εὕρῃ πλοιάριον καὶ νὰ ἀναχωρήσῃ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τὰ μέρη, ὅπου ἦτο ὁ Γέρων αὐτοῦ. Ὅμως δὲν εὗρε πλοῖον καὶ ἡ ὥρα παρήρχετο. Ὅθεν, διαπεράσας μὲ ἄλλο πλοιάριον εἰς τὸ ἀντικρὺ μέρος καὶ τρέχων ὡς νὰ τὸν ἐκυνήγουν, ἔφθασεν εἰς τὸ Μέγα Ρεῦμα διὰ νὰ εὕρῃ ἐκεῖ πλοιάριον, ἵνα φθάσῃ ἐγκαίρως, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Γέροντός του. Ἀλλ’ ἐβασίλευσεν ὁ ἥλιος καὶ δὲν εὑρίσκετο πλέον ἄνθρωπος εἰς τὸν αἰγιαλόν, διὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ ἀντικρὺ μέρος. Συναντήσας δὲ Ἱερέα τινά, φίλον τοῦ Γέροντός του, παρεκάλει τοῦτον νὰ τὸν διαπεράσῃ τὸ γρηγορώτερον, διότι, εἶχεν ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Γέροντά του νὰ μὴ κοιμηθῇ ἔξω ἀπὸ τὸ κελλίον του. Ὁ δὲ Ἱερεύς, ἀποκριθεὶς ὅτι ἡ ὥρα παρῆλθε καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἦσαν εἰς τὰς οἰκίας των, παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν του διὰ νὰ δειπνήσῃ καὶ νὰ ἀναπαυθῇ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.