Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ἀλλ’ ὁ εὐλογημένος. Λεόντιος, ἰδὼν ὅτι ὁ Ἱερεὺς εἷχεν ὡραίας θυγατέρας καὶ συλλογισθεὶς τὸν ψυχικὸν κίνδυνον, ὅστις ἠδύνατο νὰ ἀπειλήσῃ αὐτόν, ἐπροτίμησε νὰ φυλάξῃ τὴν ἐντολὴν τοῦ Γέροντός του καὶ ἂς ἐπνίγετο εἰς τὴν θάλασσαν, παρὰ νὰ παραβῇ ταύτην καὶ νὰ δοκιμάσῃ κίνδυνον ψυχικόν. Ἔχων λοιπὸν ὅλας τὰς ἐλπίδας του εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν εὐχὴν τοῦ Γέροντός του, ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν. Καί, ὤ τοῦ θαύματος! Ὁ Θεός, ὅστις ἐβοήθησε τὸν Πέτρον, ὅταν περιεπάτει ἐπὶ τῶν ὑδάτων, Αὐτὸς ἐβοήθησε καὶ τὸν δοῦλόν Του, διασώσας αὐτὸν ἀπὸ τὰ ρεύματα τῆς θαλάσσης. Διότι ὁ Ὅσιος ἐφέρετο ἀπὸ τὸ ρεῦμα ἐντὸς τῶν ὑδάτων, κινῶν τοὺς πόδας αὐτοῦ, ὡς νὰ ἦτο εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ᾐσθάνετο ὅτι περιεπάτει καὶ ἐπροχώρει πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὅμως διὰ τίνος τρόπου ἐβάδιζε, δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ, διότι ἦτο ὅλος ἐντὸς τῆς θαλάσσης, τὰ δὲ ὕδατα ἐκάλυπτον αὐτὸν ἕως μίαν σπιθαμὴν ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του, ἕως ὅτου ἐξῆλθεν εἰς τὴν ἀντίπεραν ὄχθην.

Τίς λόγος δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν μεγάλην πίστιν τὴν ὁποίαν ᾐσθάνετο ὁ νέος πρὸς τὸν Θεὸν ἢ τὶς τὴν θαυματουργίαν τὴν ὁποίαν ἐτέλεσεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεός; Ἐὰν ὅμως ἀπορῇ τις, διατὶ ὁ Ὅσιος δὲν ἐσυγχωρήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ περιπατήσῃ ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, ὡς εἰς ξηρὰν ἢ κάτω εἰς τὸν βυθόν, ὡς παλαιότερον ό Ἰσραηλιτικὸς λαός, ἀλλὰ περιεπάτησεν ἀναμέσον τῶν ὑδάτων, ἀποκρινόμεθα ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος ἦτο νέος ἀκόμη καὶ ἀστήρικτος εἰς τὴν ἀρετήν, διὰ τοῦτο συνέβη τοῦτο εἰς αὐτόν. Διὰ νὰ μὴ ὑψηλοφρονήσῃ ὅτι ἔφθασεν εἰς τὴν τελειότητα τῆς ἁγιότητος καὶ διὰ νὰ μάθῃ ὅτι, ἵνα ἀξιωθῇ τις νὰ περιπατῇ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὡς νὰ εὑρίσκετο εἰς στερεὰν γῆν, τοῦτο ἀπαιτεῖ νὰ χύσῃ πολλοὺς ἱδρῶτας καὶ νὰ ἀγωνισθῇ πολὺ διὰ τὴν ἀρετήν. Τέλος ὁ Ὅσιος ἔφθασεν εἰς τὸν Γέροντά του, εἰς βαθεῖαν νύκτα, βεβρεγμένος ὅλος ἀπὸ τὴν θάλασσαν. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ πνευματικός του Πατὴρ καὶ μαθὼν τὸ θαυμάσιον, τὸ ὁποῖον ἐτέλεσεν ὁ Θεὸς πρὸς χάριν του, ἐχάρη καὶ ἐθαύμαζε τὸν μαθητήν του, ἐπῄνεσε δὲ αὐτὸν ἐξαιρέτως διὰ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ διὰ τὴν τελείαν ὑπακοήν, τὴν ὁποίαν ἐφύλαττεν εἰς τὸν διδάσκαλόν του. Ὁ δὲ μαθητὴς πάλιν ηὐφραίνετο, ὡς ἔχων τοιοῦτον διδάσκαλον, ὄντα ἱκανὸν νὰ λυτρώνῃ τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τὸν ψυχικὸν θάνατον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.