Ἀλλ’ ὁ εὐλογημένος. Λεόντιος, ἰδὼν ὅτι ὁ Ἱερεὺς εἷχεν ὡραίας θυγατέρας καὶ συλλογισθεὶς τὸν ψυχικὸν κίνδυνον, ὅστις ἠδύνατο νὰ ἀπειλήσῃ αὐτόν, ἐπροτίμησε νὰ φυλάξῃ τὴν ἐντολὴν τοῦ Γέροντός του καὶ ἂς ἐπνίγετο εἰς τὴν θάλασσαν, παρὰ νὰ παραβῇ ταύτην καὶ νὰ δοκιμάσῃ κίνδυνον ψυχικόν. Ἔχων λοιπὸν ὅλας τὰς ἐλπίδας του εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν εὐχὴν τοῦ Γέροντός του, ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν. Καί, ὤ τοῦ θαύματος! Ὁ Θεός, ὅστις ἐβοήθησε τὸν Πέτρον, ὅταν περιεπάτει ἐπὶ τῶν ὑδάτων, Αὐτὸς ἐβοήθησε καὶ τὸν δοῦλόν Του, διασώσας αὐτὸν ἀπὸ τὰ ρεύματα τῆς θαλάσσης. Διότι ὁ Ὅσιος ἐφέρετο ἀπὸ τὸ ρεῦμα ἐντὸς τῶν ὑδάτων, κινῶν τοὺς πόδας αὐτοῦ, ὡς νὰ ἦτο εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ᾐσθάνετο ὅτι περιεπάτει καὶ ἐπροχώρει πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὅμως διὰ τίνος τρόπου ἐβάδιζε, δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ, διότι ἦτο ὅλος ἐντὸς τῆς θαλάσσης, τὰ δὲ ὕδατα ἐκάλυπτον αὐτὸν ἕως μίαν σπιθαμὴν ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του, ἕως ὅτου ἐξῆλθεν εἰς τὴν ἀντίπεραν ὄχθην.
Τίς λόγος δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν μεγάλην πίστιν τὴν ὁποίαν ᾐσθάνετο ὁ νέος πρὸς τὸν Θεὸν ἢ τὶς τὴν θαυματουργίαν τὴν ὁποίαν ἐτέλεσεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεός; Ἐὰν ὅμως ἀπορῇ τις, διατὶ ὁ Ὅσιος δὲν ἐσυγχωρήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ περιπατήσῃ ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, ὡς εἰς ξηρὰν ἢ κάτω εἰς τὸν βυθόν, ὡς παλαιότερον ό Ἰσραηλιτικὸς λαός, ἀλλὰ περιεπάτησεν ἀναμέσον τῶν ὑδάτων, ἀποκρινόμεθα ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος ἦτο νέος ἀκόμη καὶ ἀστήρικτος εἰς τὴν ἀρετήν, διὰ τοῦτο συνέβη τοῦτο εἰς αὐτόν. Διὰ νὰ μὴ ὑψηλοφρονήσῃ ὅτι ἔφθασεν εἰς τὴν τελειότητα τῆς ἁγιότητος καὶ διὰ νὰ μάθῃ ὅτι, ἵνα ἀξιωθῇ τις νὰ περιπατῇ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὡς νὰ εὑρίσκετο εἰς στερεὰν γῆν, τοῦτο ἀπαιτεῖ νὰ χύσῃ πολλοὺς ἱδρῶτας καὶ νὰ ἀγωνισθῇ πολὺ διὰ τὴν ἀρετήν. Τέλος ὁ Ὅσιος ἔφθασεν εἰς τὸν Γέροντά του, εἰς βαθεῖαν νύκτα, βεβρεγμένος ὅλος ἀπὸ τὴν θάλασσαν. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ πνευματικός του Πατὴρ καὶ μαθὼν τὸ θαυμάσιον, τὸ ὁποῖον ἐτέλεσεν ὁ Θεὸς πρὸς χάριν του, ἐχάρη καὶ ἐθαύμαζε τὸν μαθητήν του, ἐπῄνεσε δὲ αὐτὸν ἐξαιρέτως διὰ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ διὰ τὴν τελείαν ὑπακοήν, τὴν ὁποίαν ἐφύλαττεν εἰς τὸν διδάσκαλόν του. Ὁ δὲ μαθητὴς πάλιν ηὐφραίνετο, ὡς ἔχων τοιοῦτον διδάσκαλον, ὄντα ἱκανὸν νὰ λυτρώνῃ τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τὸν ψυχικὸν θάνατον.