Ταῦτα ἀκούοντες οἱ θερμότεροι τῶν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εὑρισκομένων Λατίνων ἐφθόνησαν, μάλιστα δὲ ὁ Ἀρχιερεὺς αὐτῶν, ὁ ὁποῖος, νικηθεὶς ὑπὸ ἀδίκου θυμοῦ, ἐμελέτησε νὰ φονεύσῃ τὸν Ἅγιον, ὅστις οὐδὲν κακὸν τοῦ ἔκαμεν. Ἔστειλε λοιπὸν διὰ νυκτὸς ἀνθρώπους ὡπλισμένους εἰς τὴν οἰκίαν ὅπου διέμενεν ὁ Ἅγιος, ἵνα τὸν θανατώσουν. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς διεφύλαξεν αὐτὸν ἀπὸ τοὺς φονεῖς, τυφλώσας τούτους δι’ ἀορασίας. Διότι ἔβλεπον τὰ ἀναμμένα φῶτα εἰς τὴν κατοικίαν τοῦ Ὁσίου καὶ ἔτρεχον ἵνα εἰσέλθουν ἐντὸς αὐτῆς. Ἀλλ’ ὅτε ἐπλησίασαν, δὲν εὕρισκον τὴν θύραν ἵνα εἰσέλθουν. Ὅθεν ἀφοῦ ἐκοπίασαν ὅλην τὴν νύκτα, φανταζόμενοι, ὅτι θὰ δυνηθοῦν τέλος νὰ εἰσέλθουν ἐντὸς τῆς οἰκίας τοῦ Ἁγίου οἱ ἀνόσιοι, ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι εἰς ἐκεῖνον ὅστις ἀπέστειλεν αὐτούς, εἰπόντες, ὅτι ὁ δίκαιος Λεόντιος φυλάττεται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ οὐδεὶς ἐπίβουλος δύναται νὰ βλάψῃ αὐτόν. Τοῦτο δὲ τὸ θαυμάσιον γεγονὸς διεδόθη πανταχοῦ καὶ ὅλοι ἐθαύμαζον, ἡ δὲ φήμη τοῦ Ἁγίου ἠκούσθη καὶ εἰς τὴν βασιλεύουσαν.
Μαθὼν ταῦτα, ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἅγιον νὰ μεταβῇ πρὸς αὐτον, ἵνα μὴ ζημιωθῇ πρὸ καιροῦ ὁ κόσμος τοιούτου μεγάλου εὐεργέτου. Ἤκουσε τοῦτο καὶ ὁ μέγας ἐξουσιαστὴς τῆς Δαμασκοῦ, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ἦτο Ἀγαρηνός, ὅμως, τιμῶν τὴν ἀρετὴν τοῦ Ὁσίου, ἔστειλε πρὸς αὐτὸν γράμμα καὶ ἐκάλει τὸν Ἅγιον νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Δαμασκόν, ὑποσχόμενος ὅτι θέλει χορηγήσει, μὲ χρυσόβουλλον, σιτηρέσιον ἀρκετὸν δι’ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους του καὶ ὅτι θέλει παραχωρήσει εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Θεοτόκου, ἥτις εὑρίσκετο ἐκεῖ. Ὁ Ἅγιος τότε ἀπέστειλεν εἰς αὐτὸν εὐχαριστήριον γράμμα διὰ τὴν καλήν του προαίρεσιν, ὅμως ἔλεγεν εἰς αὐτὸν ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μεταβῇ ἐκεῖ, διότι ἐκάλει αὐτὸν ὁ βασιλεὺς νὰ ὑπάγῃ εἰς Κωνσταντινούπολιν. Παρεκάλει δὲ τοῦτον νὰ τοῦ ἀποστείλῃ γράμμα, διὰ τοῦ όποίου νὰ προστάζῃ τοὺς κουρσάρους, τοὺς λεηλατοῦντας τὰ πλοῖα, νὰ μὴ κακοποιήσουν αὐτὸν καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ μέλλοντας νὰ συνταξιδεύσουν, ὡς δὲ ἐκεῖνος ἔλαβε τὸ γράμμα τοῦ Ἁγίου, εὐθὺς ἀπέστειλεν εἰς αὐτὸν τὸ γράμμα τὸ ὁποῖον τοῦ ἐζήτησε, λογιζόμενος ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐλάμβανε διὰ τούτου χάριν καὶ ὄχι ὅτι ἔκαμνεν αὐτὸς χάριν εἰς τὸν Ὅσιον. Τὸ γράμμα τοῦτο ἔφερεν ὁ Ὅσιος μεθ’ ἑαυτοῦ, ὅταν μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὸ ἐπέδειξεν εἰς τὸν βασιλέα, εἰς ἔλεγχον τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ὀνομάζονται Χριστιανοί, ὅμως δὲν ἔδειξαν εἰς αὐτὸν τοιαύτην διάθεσιν, ὡς ἐπέδειξεν ὁ ἀσεβὴς ἐκεῖνος ἐξουσιαστὴς τῆς Δαμασκοῦ.