Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Μεταξὺ τούτων μετέβη καὶ ὁ τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιος, ἄνθρωπος λίαν ἐνάρετος καὶ πνέων τὸ ἀγαθὸν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἀέρα. Μετέβη δὲ καὶ ὁ μέγας Λεόντιος καὶ ἵσταντο ἅπαντες πέριξ τῆς κλίνης του, χωρὶς νὰ δύνανται νὰ βοηθήσουν αὐτόν, οὔτε μετ’ αὐτοῦ νὰ ὁμιλήσουν, διότι εὑρίσκετο εἰς τὴν ἐσχάτην ἀναπνοήν, σχεδὸν ἀναίσθητος. Τί λοιπὸν ἐσκέφθησαν νὰ πράξουν εἰς βοήθειάν του οἱ δύο Πατριάρχαι; Τί ἄλλο, εἰ μὴ νὰ συντομεύσουν τὸν θάνατόν του, ἵνα μὴ ὑποφέρῃ ἐκ τῆς ἀργοπορίας τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος; Ὅθεν παρεκίνουν ὁ εἷς τὸν ἄλλον νὰ προσκαλέσῃ τὸν Ἄγγελον νὰ παραλάβῃ τὴν ψυχήν του τὸ συντομώτερον.

Ὁ μὲν λοιπὸν θεῖος Λεόντιος ἔλεγε πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι ἐκεῖνος πρέπει νὰ δεηθῇ διὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Ἀγγέλου, ἐπειδή, κατὰ τὴν τάξιν, εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἱεροσολύμων. Ὁ δὲ Κωνσταντινουπόλεως ἔλεγεν, ὅτι ἡ ἀξία γνωρίζει νὰ παραχωρῇ τὰ πρωτεῖα εἰς τὴν ἀρετήν, διότι αὕτη εἶναι ἀξίωμα. Τέλος διὰ νὰ μὴ παρέρχεται χρόνος καὶ πάσχῃ ὁ ψυχορραγῶν, ὑπήκουσεν ὁ μέγας Λεόντιος καὶ ἐγείρας εἰς τὸν ἀέρα τὴν δεξιὰν αὐτοῦ χεῖρα καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, εἶπε πρὸς τὸν Ἄγγελον· «Ἐν ὀνόματι τοῦ φοβεροῦ ὀνόματος τῆς ὁμοουσίου καὶ ζωαρχικῆς Τριάδος, σὲ προσκαλῶ, ὦ Ἄγγελε τοῦ Κυρίου, ὁμόδουλε μὲ ἡμᾶς τοὺς ταπεινούς, νὰ μὴ ἀναβάλῃς πλέον τὸν χωρισμὸν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν ἀπὸ τοῦ σώματός του, μὴ ἀναβῇς ἵνα παρουσιασθῇς εἰς τὸν Δεσπότην Θεόν, μὴ κάμῃς κανὲν ἄλλο πρόσταγμα τοῦ Κυρίου, ἕως ὅτου περατώσῃς τοῦτο». Ὁ δὲ θεῖος Ἄγγελος, ὑπακούων καὶ εὐλαβούμενος τὴν ἐπίκλησιν ταύτην, ἐπειδὴ παρὰ μεγάλου ἀνδρὸς κατά τε τὸ ἀξίωμα καὶ κατὰ τὴν ἀρετὴν ἀνεπέμφθη, εὐθὺς ἐχώρισεν ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχὴν τοῦ Ἀντιοχείας καὶ μετέφερε ταύτην εἰς τὸν τόπον, ὅπου διωρίσθη.

Ἠσθένησε κάποτε ὁ θεῖος Λεόντιος, καὶ μετεχειρίσθη θερμὰ λουτρά, διὰ τούτων δὲ ἀνέλαβεν ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν. Καθήσας δὲ ἐπί τινος καθίσματος, εἶπεν ἀστεϊζόμενος εἰς τὸν ὑπηρέτην του, Εὐλόγιον ὀνόματι· «Τί λέγεις, Εὐλόγιε; Δὲν σκέπτεσαι νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν Κύπρον διὰ νὰ ἐπισκεφθῶμεν τὰ κτήματα τοῦ Παναγίου Τάφου, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐκεῖ;». Ὁ δὲ Εὐλόγιος δὲν εἶπε τίποτε. Ὅμως διελογίσθη εἰπὼν ἐν ἑαυτῷ· «Δὲν ἀκούεις, Εὐλόγιε, ὅτι ὁ βαθύγερος οὗτος καὶ ἡμιθανὴς ᾐσθάνθη τὴν ἐπιθυμίαν νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Κύπρον;».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.