Μεταξὺ τούτων μετέβη καὶ ὁ τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιος, ἄνθρωπος λίαν ἐνάρετος καὶ πνέων τὸ ἀγαθὸν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἀέρα. Μετέβη δὲ καὶ ὁ μέγας Λεόντιος καὶ ἵσταντο ἅπαντες πέριξ τῆς κλίνης του, χωρὶς νὰ δύνανται νὰ βοηθήσουν αὐτόν, οὔτε μετ’ αὐτοῦ νὰ ὁμιλήσουν, διότι εὑρίσκετο εἰς τὴν ἐσχάτην ἀναπνοήν, σχεδὸν ἀναίσθητος. Τί λοιπὸν ἐσκέφθησαν νὰ πράξουν εἰς βοήθειάν του οἱ δύο Πατριάρχαι; Τί ἄλλο, εἰ μὴ νὰ συντομεύσουν τὸν θάνατόν του, ἵνα μὴ ὑποφέρῃ ἐκ τῆς ἀργοπορίας τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος; Ὅθεν παρεκίνουν ὁ εἷς τὸν ἄλλον νὰ προσκαλέσῃ τὸν Ἄγγελον νὰ παραλάβῃ τὴν ψυχήν του τὸ συντομώτερον.
Ὁ μὲν λοιπὸν θεῖος Λεόντιος ἔλεγε πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι ἐκεῖνος πρέπει νὰ δεηθῇ διὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Ἀγγέλου, ἐπειδή, κατὰ τὴν τάξιν, εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἱεροσολύμων. Ὁ δὲ Κωνσταντινουπόλεως ἔλεγεν, ὅτι ἡ ἀξία γνωρίζει νὰ παραχωρῇ τὰ πρωτεῖα εἰς τὴν ἀρετήν, διότι αὕτη εἶναι ἀξίωμα. Τέλος διὰ νὰ μὴ παρέρχεται χρόνος καὶ πάσχῃ ὁ ψυχορραγῶν, ὑπήκουσεν ὁ μέγας Λεόντιος καὶ ἐγείρας εἰς τὸν ἀέρα τὴν δεξιὰν αὐτοῦ χεῖρα καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, εἶπε πρὸς τὸν Ἄγγελον· «Ἐν ὀνόματι τοῦ φοβεροῦ ὀνόματος τῆς ὁμοουσίου καὶ ζωαρχικῆς Τριάδος, σὲ προσκαλῶ, ὦ Ἄγγελε τοῦ Κυρίου, ὁμόδουλε μὲ ἡμᾶς τοὺς ταπεινούς, νὰ μὴ ἀναβάλῃς πλέον τὸν χωρισμὸν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν ἀπὸ τοῦ σώματός του, μὴ ἀναβῇς ἵνα παρουσιασθῇς εἰς τὸν Δεσπότην Θεόν, μὴ κάμῃς κανὲν ἄλλο πρόσταγμα τοῦ Κυρίου, ἕως ὅτου περατώσῃς τοῦτο». Ὁ δὲ θεῖος Ἄγγελος, ὑπακούων καὶ εὐλαβούμενος τὴν ἐπίκλησιν ταύτην, ἐπειδὴ παρὰ μεγάλου ἀνδρὸς κατά τε τὸ ἀξίωμα καὶ κατὰ τὴν ἀρετὴν ἀνεπέμφθη, εὐθὺς ἐχώρισεν ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχὴν τοῦ Ἀντιοχείας καὶ μετέφερε ταύτην εἰς τὸν τόπον, ὅπου διωρίσθη.
Ἠσθένησε κάποτε ὁ θεῖος Λεόντιος, καὶ μετεχειρίσθη θερμὰ λουτρά, διὰ τούτων δὲ ἀνέλαβεν ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν. Καθήσας δὲ ἐπί τινος καθίσματος, εἶπεν ἀστεϊζόμενος εἰς τὸν ὑπηρέτην του, Εὐλόγιον ὀνόματι· «Τί λέγεις, Εὐλόγιε; Δὲν σκέπτεσαι νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν Κύπρον διὰ νὰ ἐπισκεφθῶμεν τὰ κτήματα τοῦ Παναγίου Τάφου, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐκεῖ;». Ὁ δὲ Εὐλόγιος δὲν εἶπε τίποτε. Ὅμως διελογίσθη εἰπὼν ἐν ἑαυτῷ· «Δὲν ἀκούεις, Εὐλόγιε, ὅτι ὁ βαθύγερος οὗτος καὶ ἡμιθανὴς ᾐσθάνθη τὴν ἐπιθυμίαν νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Κύπρον;».