Ἀλλ’ εὐθὺς ὁ Ὅσιος εἶπε· «Νομίζεις, Εὐλόγιε, ὅτι δὲν γνωρίζω ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σκέπτεσαι δι’ ἐμέ; Ὅτι δηλαδὴ εἶμαι γέρων, ἀσθενὴς καὶ ἑτοιμοθάνατος καὶ κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν θέλω δυνηθῆ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Κύπρον; Ὄχι, Εὐλόγιε, μὴ νομίζῃς ὅτι μοὶ διαφεύγουν τὰ διανοήματα τῆς καρδίας σου».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Εὐλόγιος ἔμεινεν ἐκστατικὸς καὶ ἄφωνος, θαυμάζων τίνι τρόπῳ ὁ Ἅγιος ἐγνώριζε τοὺς κρυφίους διαλογισμούς του, τοὺς ὁποίους ἀκόμη τελείως δὲν εἶχε συμπληρώσει. Ὅθεν ἔκτοτε δὲν ἠθέλησε πλέον οὔτε νὰ εἴπῃ, οὔτε νὰ συλλογισθῇ τίποτε διὰ τὸν Ἅγιον, ἵνα μὴ πάθῃ τι τὸ ἀνέλπιστον, ἐλεγχόμενος παρ’ αὐτοῦ. Πλεῖστα δὲ ἄλλα θαυμάσια ἐτέλεσεν ὁ μέγας Λεόντιος, τὰ ὁποῖα παραλείπομεν διὰ νὰ μὴ γίνωμεν ὀχληροὶ πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς ἀκροατάς. Ὅθεν ἐρχόμεθα εἰς τὰ τῆς τελευτῆς τοῦ Ὁσίου, ἵνα φέρωμεν εἰς πέρας, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν παροῦσαν διήγησιν ἡμῶν.
Ὅταν ἐτελείωσαν οἱ δεκατρεῖς καὶ ἥμισυ χρόνοι, τοὺς ὁποίους προσέθεσεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἅγιον, ἠσθένησεν οὗτος καὶ ἐκείτετο ἐπὶ τῆς κλίνης· γνωρίζων δέ, ὅτι ἦλθεν ὁ καιρὸς τῆς τελευτῆς του, ἀποχαιρετοῦσεν ὅλους ἐν τάχει, ὡς νὰ ἐβιάζετο νὰ μεταβῇ τὸ συντομώτερον πρὸς ὃν ἐπόθησε Κύριον. Οἱ δὲ περιεστῶτες ἐθρήνουν διὰ τὸν χωρισμόν του, διότι δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἴδουν πλέον ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. Κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην λοιπὸν τοῦ μηνὸς Μαΐου [4] παρέδωκεν ὁ Ἅγιος τὴν μακαρίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ χωρὶς νὰ παραγγείλῃ τίποτε διὰ τὸ σῶμά του. Διότι καὶ μέχρι τέλους τοῦ βίου του ἐφύλαττε τὴν ἀκρίβείαν τῆς πολιτείας αὐτοῦ. Οἱ δὲ οἰκεῖοι τοῦ Ἁγίου ἀπέθεσαν ἐντὸς ξυλίνης θήκης τὸ ἱερὸν αὐτοῦ Λείψανον καὶ μετέφεραν τοῦτο εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἕως ὅτου ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς εἰς τὸν Βασιλέα.
Ὅτε δὲ ἐψάλλοντο εἰς αὐτὸν τὰ ἐπιτάφια ᾄσματα ὑπὸ ὅλου σχεδὸν τοῦ τάγματος τῶν Ἱερωμένων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Εὐλόγιος καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταί του παρήγγειλαν εἰς ἕνα ζωγράφον ἐπιτήδειον νὰ ἱστορήσῃ εἰς σανίδα τὸν σωματικὸν χαρακτῆρα τοῦ Ἁγίου. Ὁ δὲ ζωγράφος, σταθεὶς ἀντικρὺ τῆς νεκρικῆς κλίνης, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἦτο τοποθετημένον τὸ ἱερὸν Λείψανον, ἤρχισε νὰ παρατηρῇ μὲ προσοχὴν τὸ θεῖον αὐτοῦ πρόσωπον, διὰ νὰ τὸ ἱστορήσῃ. Κινούμενος δὲ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ πλησίον καὶ μακράν, διὰ νὰ ἐντυπωθῇ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Ἁγίου, ματαίως ἐκοπίαζε καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν ἱστορήσῃ.