Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ἀλλ’ εὐθὺς ὁ Ὅσιος εἶπε· «Νομίζεις, Εὐλόγιε, ὅτι δὲν γνωρίζω ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σκέπτεσαι δι’ ἐμέ; Ὅτι δηλαδὴ εἶμαι γέρων, ἀσθενὴς καὶ ἑτοιμοθάνατος καὶ κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν θέλω δυνηθῆ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Κύπρον; Ὄχι, Εὐλόγιε, μὴ νομίζῃς ὅτι μοὶ διαφεύγουν τὰ διανοήματα τῆς καρδίας σου».

Ταῦτα ἀκούσας ὁ Εὐλόγιος ἔμεινεν ἐκστατικὸς καὶ ἄφωνος, θαυμάζων τίνι τρόπῳ ὁ Ἅγιος ἐγνώριζε τοὺς κρυφίους διαλογισμούς του, τοὺς ὁποίους ἀκόμη τελείως δὲν εἶχε συμπληρώσει. Ὅθεν ἔκτοτε δὲν ἠθέλησε πλέον οὔτε νὰ εἴπῃ, οὔτε νὰ συλλογισθῇ τίποτε διὰ τὸν Ἅγιον, ἵνα μὴ πάθῃ τι τὸ ἀνέλπιστον, ἐλεγχόμενος παρ’ αὐτοῦ. Πλεῖστα δὲ ἄλλα θαυμάσια ἐτέλεσεν ὁ μέγας Λεόντιος, τὰ ὁποῖα παραλείπομεν διὰ νὰ μὴ γίνωμεν ὀχληροὶ πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς ἀκροατάς. Ὅθεν ἐρχόμεθα εἰς τὰ τῆς τελευτῆς τοῦ Ὁσίου, ἵνα φέρωμεν εἰς πέρας, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν παροῦσαν διήγησιν ἡμῶν.

Ὅταν ἐτελείωσαν οἱ δεκατρεῖς καὶ ἥμισυ χρόνοι, τοὺς ὁποίους προσέθεσεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἅγιον, ἠσθένησεν οὗτος καὶ ἐκείτετο ἐπὶ τῆς κλίνης· γνωρίζων δέ, ὅτι ἦλθεν ὁ καιρὸς τῆς τελευτῆς του, ἀποχαιρετοῦσεν ὅλους ἐν τάχει, ὡς νὰ ἐβιάζετο νὰ μεταβῇ τὸ συντομώτερον πρὸς ὃν ἐπόθησε Κύριον. Οἱ δὲ περιεστῶτες ἐθρήνουν διὰ τὸν χωρισμόν του, διότι δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἴδουν πλέον ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. Κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην λοιπὸν τοῦ μηνὸς Μαΐου [4] παρέδωκεν ὁ Ἅγιος τὴν μακαρίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ χωρὶς νὰ παραγγείλῃ τίποτε διὰ τὸ σῶμά του. Διότι καὶ μέχρι τέλους τοῦ βίου του ἐφύλαττε τὴν ἀκρίβείαν τῆς πολιτείας αὐτοῦ. Οἱ δὲ οἰκεῖοι τοῦ Ἁγίου ἀπέθεσαν ἐντὸς ξυλίνης θήκης τὸ ἱερὸν αὐτοῦ Λείψανον καὶ μετέφεραν τοῦτο εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἕως ὅτου ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς εἰς τὸν Βασιλέα.

Ὅτε δὲ ἐψάλλοντο εἰς αὐτὸν τὰ ἐπιτάφια ᾄσματα ὑπὸ ὅλου σχεδὸν τοῦ τάγματος τῶν Ἱερωμένων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Εὐλόγιος καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταί του παρήγγειλαν εἰς ἕνα ζωγράφον ἐπιτήδειον νὰ ἱστορήσῃ εἰς σανίδα τὸν σωματικὸν χαρακτῆρα τοῦ Ἁγίου. Ὁ δὲ ζωγράφος, σταθεὶς ἀντικρὺ τῆς νεκρικῆς κλίνης, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἦτο τοποθετημένον τὸ ἱερὸν Λείψανον, ἤρχισε νὰ παρατηρῇ μὲ προσοχὴν τὸ θεῖον αὐτοῦ πρόσωπον, διὰ νὰ τὸ ἱστορήσῃ. Κινούμενος δὲ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ πλησίον καὶ μακράν, διὰ νὰ ἐντυπωθῇ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Ἁγίου, ματαίως ἐκοπίαζε καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν ἱστορήσῃ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.