Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΛΕΟΝΤΙΟΥ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ ἐν ἔτει ͵αροε’ (1175) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Τοῦτον τὸν Ἀντώνιον ἰάτρευσεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ πάθος τι, τὸ ὁποῖον ἐνεφανίσθη εἰς τὴν γλῶσσάν του. Διότι ἐφύτρωσεν ἐπ’ αὐτῆς τεμάχιον κρέατος, ὡς ρεβίθιον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐμποδιζόμενος δὲν ἠδύνατο οὔτε νὰ ὁμιλήσῃ καθαρὰ οὔτε νὰ φάγῃ εὐκόλως. Ἐρωτήσας δὲ τοὺς ἰατρούς, ἤκουσε παρὰ τούτων ὅτι, ἂν δὲν κοπῇ τὸ κρέας ἐκεῖνο, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰατρευθῇ. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Πατριάρχης, εἶπε πρὸς τὸν Ἀντώνιον· «Ἐλθὲ νὰ κανοναρχίσῃς διὰ νὰ ψάλω εἰς τὸν Θεόν μας καὶ τότε θὰ ἴδω τὸ πάθος σου». Λαβὼν δὲ ὁ Ἀντώνιος τὸ βιβλίον ἐκανονάρχισε, πονῶν κατὰ τὴν γλῶσσαν του καὶ τραυλίζων κατὰ τὴν λαλιάν, ἐνῷ ὁ Ὅσιος ἕψαλλεν. Ἀφοῦ δὲ ἐτελείωσεν ἡ Ἀκολουθία, εἶπεν ὁ Ἅγιος πρὸς αὐτόν προσμειδιῶν καὶ μὲ ἱλαρὸν πρόσωπον· «Δεῖξόν μου τώρα τὸ πάθος τῆς γλώσσης σου». Ὡς δὲ ἤνοιξεν ὁ Ἀντώνιος τὸ στόμα του καὶ ἐβιάζετο νὰ δείξῃ τὸ πάθος του, ὤ τοῦ θαύματος! οὐδὲ ἴχνος εὑρέθη τοῦ πάθους ἐκείνου, ἀλλ’ ἐχάθη μὲ τὴν ψαλμῳδίαν τοῦ Ἁγίου, ὡς νὰ ἐκόπτετο διὰ χειρουργίας.

Εἰς τοῦτον τὸν Ἀντώνιον προεῖπεν ὁ Ὅσιος πολλὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἔμελλον νὰ συμβοῦν. Σὺν τοῖς ἄλλοις δὲ εἶπε καὶ διὰ δύο Μοναχούς, οἵτινες ἦσαν εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Πάτμου, οἱ ὁποῖοι ἐφαίνοντο μέν, ὅτι ἔκαμνον τὴν αὐτὴν ζωὴν καὶ δίαιταν μὲ τοὺς ἄλλους Μοναχούς, εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως μετήρχοντο ζωὴν ἀντίθετον πρὸς τὸ Σχῆμά των καὶ οὕτω κατεκρήμνιζον ἑαυτοὺς εἱς τὴν ἀπώλειαν. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, στενάζων ἐκ βάθους ψυχῆς καὶ δακρύων, ἠρώτησε ποῖοι εἶναι καὶ ἂν ἔμελλον κἄποτε νὰ ἀναγνωρίσουν τὰ σφάλματά των καὶ νὰ μετανοήσουν. Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε τὰ ὀνόματά των, ἀλλ’ ἂν θὰ μετενόουν, ἀλλοίμονον διὰ τὴν συμφοράν! ἐδίσταζε νὰ ἀπαντήσῃ. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ἰδὼν τοῦτο, ἐδάκρυσε. Δακρύω δὲ καὶ ἐγώ, ὁ γράφων, διότι εἶναι πράγματι ἀξιοδάκρυτον τὸ νὰ ἁμαρτάνῃ τις εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν καὶ νὰ μὴ μετανονῇ. Ὅτι δὲ ὁ μέγας Λεόντιος ἔλαβεν ἐξουσίαν παρὰ Θεοῦ νὰ ἐπιτιμᾷ καὶ τοὺς Ἀγγέλους, θέλει ἀποδείξει τοῦτο, τὸ ὁποῖον, εἰπὼν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δὲν ἐψεύσθη, γράψας πρὸς Κορινθίους· «Οὐκ οἴδατε ὅτι καὶ Ἀγγέλους κρινοῦμεν» (Α’ Κορ. ϛ’ 3).

Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Κύριλλος, πεσὼν εἰς ἐσχάτην ἀσθένειαν, ἔμενε κατάκοιτος καὶ οὐδὲ ἴχνος ζωῆς ἀπέμενεν εἰς αὐτόν. Συνήχθησαν λοιπὸν πέριξ αὐτοῦ πολλοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ ἄρχοντες διὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων, μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Ἄκρε, ὠνομάζετο τότε κοινῶς ἡ ἀρχαία Πτολεμαΐς. Αὕτη ὑπῆρξεν ἀρχαία παράλιος πόλις τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ μικροῦ ἀκρωτηρίου πλησίον τῆς Χάϊφας. Ἐπὶ Φραγκοκρατίας ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἄκρας, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη γνωστὴ εἰς τοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ σημερινόν της ὄνομα εἶναι Ἄκκα, ἀνήκει δὲ εἰς τὸ Κράτος τοῦ Ἰσραήλ.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 363.

[4] Τὸ ἔτος τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἁγίου δὲν ἀναγράφεται ἐνταῦθα. Ἐν ἐπικεφαλίδι τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρεται τὸ ἔτος ͵αροεʹ (1175), τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές. Εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγιος φέρεται πατριαρχεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1170-1190. Ἑπομένως, τὸ ἀκριβὲς ἔτος τελειώσεως τοῦ Ἁγίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἔτος 1190. Τοῦτο ὅμως δὲν δύναται νὰ λεχθῇ μετ’ ἀπολύτου πεποιθήσεως, λόγῳ τῶν δυσχερῶν ἠμερῶν ἃς διήρχετο τότε ἡ Εκκλησία Ἱεροσολύμων, ἐκ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Σταυροφόρων καὶ Ἀράβων καὶ τῆς μακρὰν τῆς ἕδρας του παραμονῆς τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Λεοντίου, ὅστις, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ἐκδιωχθεὶς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Λατίνων, διέμενεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.

Ὅτι ὅμως μετὰ τὸ ἔτος 1175 ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τῶν περιγραφομένων ἐν τῷ Βίῳ γεγονότων. Ἐν σελίδι 360, ἐπὶ παραδείγματι, γράφεται· «μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ … Ὁ δὲ μέγας Λεόντιος ἔζησεν ἀκόμη ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου … καὶ ὑστερώτερον». Ὁ Μανουὴλ ἀπέθανε κατὰ τὸ ἔτος 1180, τοῦτον διεδέχθη ὁ Ἀλέξιος Βʹ (1180-1183) καὶ τὸν Ἀλέξιον ὁ Ἀνδρόνικος Αʹ (1183-1185). Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ ὡς ἄνω «καὶ ὑστερώτερον», δυνάμεθα νὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸ ἔτος 1190, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Πίνακας. Μᾶλλον ὅμως ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Αʹ (1183-1185) ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ρητῶς ἀναφέρεται περαιτέρω (σελ. 364-365), ὅτι ὁ Ἀνδρόνικος κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπῆ ἐντὸς τῆς ὁποίας κατετέθη τὸ πάντιμον τοῦ Ἁγίου Λείψανον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι κατὰ τὸ προηγηθὲν τῆς χειροτονίας του ἔτος, μετ’ ἐπισυμβάσαν τότε ἀσθένειαν τοῦ Ἁγίου, προσέθηκεν αὐτῷ ὁ Κύριος δέκα τρία καὶ ἥμισυ ἔτη ζωῆς, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται ἐν ταῖς σελίσιν 351-352. Ὅθεν, ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, καταφαίνεται, ὅτι τὸ ἔτος 1175, ὅπερ καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ του (σελ. 272), ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ ἀκριβές.