Τοῦτον τὸν Ἀντώνιον ἰάτρευσεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ πάθος τι, τὸ ὁποῖον ἐνεφανίσθη εἰς τὴν γλῶσσάν του. Διότι ἐφύτρωσεν ἐπ’ αὐτῆς τεμάχιον κρέατος, ὡς ρεβίθιον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐμποδιζόμενος δὲν ἠδύνατο οὔτε νὰ ὁμιλήσῃ καθαρὰ οὔτε νὰ φάγῃ εὐκόλως. Ἐρωτήσας δὲ τοὺς ἰατρούς, ἤκουσε παρὰ τούτων ὅτι, ἂν δὲν κοπῇ τὸ κρέας ἐκεῖνο, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰατρευθῇ. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Πατριάρχης, εἶπε πρὸς τὸν Ἀντώνιον· «Ἐλθὲ νὰ κανοναρχίσῃς διὰ νὰ ψάλω εἰς τὸν Θεόν μας καὶ τότε θὰ ἴδω τὸ πάθος σου». Λαβὼν δὲ ὁ Ἀντώνιος τὸ βιβλίον ἐκανονάρχισε, πονῶν κατὰ τὴν γλῶσσαν του καὶ τραυλίζων κατὰ τὴν λαλιάν, ἐνῷ ὁ Ὅσιος ἕψαλλεν. Ἀφοῦ δὲ ἐτελείωσεν ἡ Ἀκολουθία, εἶπεν ὁ Ἅγιος πρὸς αὐτόν προσμειδιῶν καὶ μὲ ἱλαρὸν πρόσωπον· «Δεῖξόν μου τώρα τὸ πάθος τῆς γλώσσης σου». Ὡς δὲ ἤνοιξεν ὁ Ἀντώνιος τὸ στόμα του καὶ ἐβιάζετο νὰ δείξῃ τὸ πάθος του, ὤ τοῦ θαύματος! οὐδὲ ἴχνος εὑρέθη τοῦ πάθους ἐκείνου, ἀλλ’ ἐχάθη μὲ τὴν ψαλμῳδίαν τοῦ Ἁγίου, ὡς νὰ ἐκόπτετο διὰ χειρουργίας.
Εἰς τοῦτον τὸν Ἀντώνιον προεῖπεν ὁ Ὅσιος πολλὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἔμελλον νὰ συμβοῦν. Σὺν τοῖς ἄλλοις δὲ εἶπε καὶ διὰ δύο Μοναχούς, οἵτινες ἦσαν εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Πάτμου, οἱ ὁποῖοι ἐφαίνοντο μέν, ὅτι ἔκαμνον τὴν αὐτὴν ζωὴν καὶ δίαιταν μὲ τοὺς ἄλλους Μοναχούς, εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως μετήρχοντο ζωὴν ἀντίθετον πρὸς τὸ Σχῆμά των καὶ οὕτω κατεκρήμνιζον ἑαυτοὺς εἱς τὴν ἀπώλειαν. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, στενάζων ἐκ βάθους ψυχῆς καὶ δακρύων, ἠρώτησε ποῖοι εἶναι καὶ ἂν ἔμελλον κἄποτε νὰ ἀναγνωρίσουν τὰ σφάλματά των καὶ νὰ μετανοήσουν. Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε τὰ ὀνόματά των, ἀλλ’ ἂν θὰ μετενόουν, ἀλλοίμονον διὰ τὴν συμφοράν! ἐδίσταζε νὰ ἀπαντήσῃ. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ἰδὼν τοῦτο, ἐδάκρυσε. Δακρύω δὲ καὶ ἐγώ, ὁ γράφων, διότι εἶναι πράγματι ἀξιοδάκρυτον τὸ νὰ ἁμαρτάνῃ τις εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν καὶ νὰ μὴ μετανονῇ. Ὅτι δὲ ὁ μέγας Λεόντιος ἔλαβεν ἐξουσίαν παρὰ Θεοῦ νὰ ἐπιτιμᾷ καὶ τοὺς Ἀγγέλους, θέλει ἀποδείξει τοῦτο, τὸ ὁποῖον, εἰπὼν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δὲν ἐψεύσθη, γράψας πρὸς Κορινθίους· «Οὐκ οἴδατε ὅτι καὶ Ἀγγέλους κρινοῦμεν» (Α’ Κορ. ϛ’ 3).
Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Κύριλλος, πεσὼν εἰς ἐσχάτην ἀσθένειαν, ἔμενε κατάκοιτος καὶ οὐδὲ ἴχνος ζωῆς ἀπέμενεν εἰς αὐτόν. Συνήχθησαν λοιπὸν πέριξ αὐτοῦ πολλοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ ἄρχοντες διὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν.