«Ὅστις ἐκ τῶν αἱρετικῶν δὲν ὑπακούει εἱς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἐπιφάνιον καὶ τοὺς θείους λόγους αὐτοῦ, νὰ ἀναχωρῇ ἀπὸ τὴν νῆσον Κύπρον καὶ νὰ μεταβαίνῃ πρὸς κατοίκησιν ὅπου ἀλλοῦ θέλει. Ἐκεῖνος δὲ ἐξ αὐτῶν, ὅστις θέλει μετανοήσει καὶ ὁμολογήσει ἔμπροσθεν τοῦ κοινοῦ Πατρός, ὅτι ἐπλανήθη καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ προσέλθῃ εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀληθείας καὶ νὰ γίνῃ Ὀρθόδοξος, νὰ μείνῃ εἰς τὴν Κύπρον, διδασκόμενος ἀπὸ τὸν κοινὸν Πατέρα, τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον». Τοῦτο λοιπὸν τὸ βασιλικὸν πρόσταγμα ἔφερεν ἄνθρωπος τοῦ βασιλέως εἰς τὴν Κύπρον καὶ τὸ ἀνέγνωσεν εἰς ἐπήκοον πάντων. Πολλοὶ τότε ἐκ τῶν αἱρετικῶν προσέτρεξαν εἰς τὸν Ἅγιον καὶ ἔγιναν Ὀρθόδοξοι. Ἐκεῖνοι δὲ οἵτινες δὲν ἠθέλησαν νὰ ἀφήσουν τὴν αἵρεσίν των, ἐξεδιώχθησαν ἀπὸ τὴν Κύπρον.
Ἦτο δὲ τότε εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν Πατριάρχης ὁ Θεόφιλος, ὅστις ἦτο γνώριμος τοῦ Ἁγίου. Ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἦσαν τρεῖς ἀδελφοί, υἱοὶ τοῦ Ἡρακλέωνος, τοῦ ἐξουσιαστοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, οἱ ὁποῖοι, ἀποθανόντος τοῦ πατρός των, ἔβαλον καλὸν λογισμὸν νὰ γίνουν Μοναχοί. Μεταβάντες δὲ εἰς τὴν ἔρημον, ἔλαβον τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα τῶν Μοναχῶν καὶ ἦσαν ἐν ἡσυχίᾳ διάγοντες ζωὴν πρέπουσαν εἰς τὸ Μοναχικὸν Σχῆμα. Τούτους γνωρίζων ὁ Πατριάρχης Θεόφιλος ἔφερεν ἀπατηλῶς εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ τὸν μὲν μεγαλύτερον ἐχειροτόνησεν Ἐπίσκοπον εἴς τινα χώραν τῆς Αἰγύπτου, τοὺς δὲ ἄλλους δύο ἔκαμε Διακόνους καὶ οἰκονόμους τῆς Ἐκκλησίας. Οὗτοι, παραμείναντες ἐπὶ τρεῖς χρόνους εἰς τὴν οἰκονομίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδόντες ὅτι, ἐπειδὴ ἐγκατέλειψαν τὴν ἡσυχίαν, ἐστεροῦντο τῆς θείας Χάριτος, παρεκάλεσαν τὸν Θεόφιλον νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς τὴν ἄδειαν νὰ ὑπάγουν ἐκεῖ ὅπου κατῴκουν πρότερον.
Ὁ Θεόφιλος ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς τὴν ἄδειαν νὰ ἀναχωρήσουν. Ὅθεν, ἀναχωρήσαντες κρυφίως, μετέβησαν εἰς τὴν ἡσυχίαν ὅπου ἦσαν πρότερον, ὁ δὲ Θεόφιλος ἀφώρισε τούτους νὰ μείνουν ἀκοινώνητοι τρεῖς χρόνους. Ἐκεῖνοι τότε παρεκάλεσαν πολὺ νὰ συγχωρήσῃ τούτους, ἵνα μεταλάβουν τῶν θείων Μυστηρίων, ἀλλ’ ὁ Θεόφιλος δὲν τοὺς συνεχώρησεν. Ὅθεν, ἀναγκασθέντες, μετέβησαν είς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ προσέπεσαν εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, διὰ νὰ μεσιτεύσῃ εἰς τὸν Θεόφιλον νὰ τοὺς συγχωρήσῃ. Ἔγραψε λοιπὸν ὁ θεῖος Χρυσόστομος πρὸς τὸν Θεόφιλον, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ λύσῃ τούτους ἀπὸ τὸν δεσμὸν τοῦ ἀφορισμοῦ.