Τῇ ΙΒ’ (12ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ Ἐπισκόπου Κύπρου.

Ἀλλ’ ὤ τοῦ θαύματος! Ἤνοιξεν ὁ τετυφλωμένος ὀφθαλμός του καὶ τόσος φόβος κατέλαβε τοῦτον, ὥστε ἔρριψε κατὰ γῆς τὴν μάχαιραν καὶ ἐστάθη ἀκίνητος. Οἱ δὲ συνοδοιπόροι αὐτοῦ, ἰδόντες τὴν ἀκινησίαν του, ἐπλησίασαν εἰς τὸν Ἅγιον καὶ εἰς τὸν μονόφθαλμον, ἀλλὰ μόλις εἶδον, ὅτι ἤνοιξεν ὁ τετυφλωμένος ὀφθαλμός του, ἔμειναν ἐκστατικοί.

Ἰδὼν ὁ Ἅγιος τὴν ταραχὴν αὐτῶν, ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς αὐτοὺς μὲ πολλὴν ἱλαρότητα καὶ ταπείνωσιν. Ἐκεῖνοι τότε, διὰ τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου ἦλθον εἰς φρόνιμον κατάστασιν καὶ μεταβληθέντες, ἔλεγον, ὅτι εἶναι ὁ Ἅγιος Θεός. Τότε διὰ τῆς βίας παρέλαβον αὐτὸν μεθ’ ἑαυτῶν, λέγοντες· «Σὺ εἶσαι ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ ἀκολούθει μας, διὰ νὰ μᾶς διαφυλάττῃς ἀπὸ κάθε κακὸν ποὺ ἠμπορεῖ νὰ μᾶς κάμουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μᾶς καταδιώκουν». Ἀκολουθῶν δὲ αὐτοὺς ὁ Ἅγιος ἐπὶ τρεῖς μῆνας, ἠμπόδιζε τούτους ἀπὸ κάθε ἀταξίαν. Βλέποντες ὅμως ἐκεῖνοι, ὅτι διὰ τῶν νουθεσιῶν αὐτοῦ ἐπροξένει εἰς αὐτοὺς στενοχωρίαν, διότι ἔλεγεν εἰς αὐτοὺς νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὰς κλοπὰς καὶ τὰς ἁρπαγάς, ἔπεσαν ὅλοι ὁμοῦ πρὸ τῶν ποδῶν του καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ ἀναχωρήσῃ. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ εἶπεν εἰς αὐτοὺς πολλὰς νουθεσίας, τέλος προσέθεσεν· «Ἐὰν δὲν παύσετε νὰ κάμνετε αὐτὰς τὰς κακὰς πράξεις, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διέλθετε καλὰς ἡμέρας καὶ νὰ εὐτυχήσετε εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν». Μετὰ ταῦτα, συνοδεύοντες τὸν Ἅγιον ὅλοι ὁμοῦ, τὸν ἔφεραν πάλιν εἰς τὸν τόπον, ὅπου κατῴκει πρότερον καὶ κτίσαντες δι’ αὐτὸν κατοικίαν, τὸν ἀπεχαιρέτησαν καὶ ἀνεχώρησαν ἐν εἰρήνῃ. Ἐγὼ δὲ (λέγει ὁ συγγράψας τὸν Βίον του), ὢν εἷς ἐξ αὐτῶν, ἔμεινα μετὰ τοῦ Ἁγίου, κατηχηθεὶς παρ’ αὐτοῦ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ τὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ.

Ἀφ’ οὗ παρῆλθον ἓξ μῆνες, μὲ ὡδήγησεν ὁ Ἅγιος εἰς τὸ Μοναστήριον, πρὸς τὸν μέγαν Ἱλαρίωνα. Ἰδοντες τότε αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ ὅλοι ᾐσθάνθησαν χαρὰν μεγάλην. Μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας παρεκάλεσεν ὁ Ἅγιος τὸν μέγαν Ἱλαρίωνα νὰ μὲ βαπτίσῃ, ἐπειδὴ ὁ Ἱλαρίων εἶχε γίνει Ἱερεύς. Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ ἐδίδαξεν ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, μὲ ἐβάπτισε καὶ μὲ ὠνόμασεν Ἰωάννην. Παρεμείναμεν δὲ ἐκεῖ ἐπὶ δέκα ἡμέρας καὶ οἱ ἀδελφοὶ παρεκάλουν τὸν Ἅγιον Ἐπιφάνιον νὰ μείνῃ μετ’ αὐτῶν εἰς τὸ Μοναστήριον. Ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἠθέλησεν. Ἐνῷ δὲ μετεβαίνομεν πρὸς τὴν κατοικίαν μας, συνηντήσαμεν, καθ’ ὁδόν, νέον τινά, ὅστις εἶχε φρικτὸν δαιμόνιον καὶ πολὺ ἐβασανίζετο ὑπ’ αὐτοῦ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐλευθερόπολις· ἀρχαία πόλις τῆς δυτικῆς Παλαιστίνης κειμένη μεταξὺ Ἱεροσολύμων καὶ Γάζης, ἀπέχουσα περὶ τὰ 40 χλμ. ἀπὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὑπῆρξεν ἕδρα Ἐπισκοπῆς.

[2] Οἱ λόγοι οὗτοι, παράφρασις ἐκ τῶν Παροιμιῶν κζʹ 24, ἦσαν πρόρρησις τοῦ θείου Παφνουτίου περὶ τῶν μελλόντων γενέσθαι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου. Ἐξηγεῖται δὲ οὕτως· «Ὕπαγε εἰς τὴν Νιτρίαν καὶ συνάντησε τοὺς ἐκεῖ Πατέρας, ἐκ τῶν ὁποίων συνάθροισε θείας πράξεις καὶ πνευματικὰ νοήματα, διὰ νὰ ποιμαίνῃς εἰς τὴν Κύπρον τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, τοὐτέστι τοὺς Χριστιανούς, μὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θέλεις συναθροίσει ἐν Νιτρίᾳ εἰς ἱματισμόν, δηλαδὴ νὰ σκεπασθῇ, νὰ στολισθῇς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀληθινὸς Ποιμήν. Καὶ τίμα παῖδας, ἤτοι περιποιοῦ, θεράπευε, τοὺς ἀτάκτους εἰδωλολάτρας, ἵνα καταστῶσιν ἥμεροι, τακτικοί, ὡς φαίνεται εἰς τὰ προηγούμενα, ὅτι ἔκαμε μὲ τὰς θεραπείας του, ὥστε τινὲς ἐξ αὐτῶν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς θεογνωσίαν».

[3] Σαλαμίς· πόλις τῆς Κύπρου, ἥτις καταστραφεῖσα ὑπὸ σεισμῶν καὶ ἀνῳκοδομηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Κωνσταντίου υἱοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὠνομάσθη ἐκ τούτου Κωνσταντία. Ἐτιμήθη μὲ θρόνον αὐτοκεφάλου Ἀρχιεπισκόπου, ὑφ’ ὃν ὑπέκειντο δεκατέσσαρες Ἐπίσκοποι. Τὴν ἀρχιεπισκοπικὴν ἕδραν διετήρησεν ἡ Σαλαμὶς μέχρι τῆς καταλήψεως τῆς νήσου ὑπὸ τῶν Λατίνων (1191-1571). Σήμερον ἕδρα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου εἶναι ἡ Λευκωσία.

[4] Ἐν ἄλλοις ἡ Ἐπισκοπὴ γράφεται Χύτρων (ἴδε Delehage, «Les Saints de Chypre», σελ. 243).

[5] Ὁ Πάππος οὗτος πιθανὸν νὰ εἶναι ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν γʹ (3ην) Ἰουνίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»). Ἐν δὲ τῷ Σιναϊτικῷ Κώδικι 140, εἰς τὴν κδʹ (24ην) Ὀκτωβρίου, ἀναγράφεται ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πάππου, Ἐπισκόπου Σκύθρου τῆς Κύπρου.

[6] Ἡ ὀπτασία αὕτη ἦτο ἴσως ἡ κίνησις τῆς ξυλίνης περιστερᾶς, ἥτις ἐκρέματο ἄνωθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης παρὰ τοῖς παλαιοῖς, ὡς φαίνεται εἰς τὰ πρακτικὰ τῆς Ζʹ Συνόδου καὶ εἰς τὸ Γεροντικὸν, ἢ ἐνέργειά τις καὶ ἐμφάνισις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο εἰς τὸν Ἅγιον ἐν τῷ καιρῷ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων. Ὁ δὲ θεῖος Ἀμφιλόχιος λέγει διὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον, ὅτι, ὅταν ἐλειτούργει, ἔβλεπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καταβαῖνον ἐπὶ τὰ Δῶρα. Καὶ εἰς τὸ Λειμωνάριον, κεφ. ρνʹ (150), γράφεται ὅτι ὁ θεοσεβὴς ἐκεῖνος Ἐπίσκοπος ἐρωτηθείς, ὅταν ἐλειτούργει, διατὶ δὲν ἐξηκολούθει τὴν ἱερὰν Λειτουργίαν, ἀπεκρίθη· «Οὐκ εἶδον κατὰ τὸ σύνηθες τὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησιν».

[7] Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο διακόπτεται ἡ ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου ἐξιστόρησις τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ἄρχεται δὲ ἡ ὑπὸ τοῦ Πολυβίου τοιαύτη.