Ἀλλ’ ὤ τοῦ θαύματος! Ἤνοιξεν ὁ τετυφλωμένος ὀφθαλμός του καὶ τόσος φόβος κατέλαβε τοῦτον, ὥστε ἔρριψε κατὰ γῆς τὴν μάχαιραν καὶ ἐστάθη ἀκίνητος. Οἱ δὲ συνοδοιπόροι αὐτοῦ, ἰδόντες τὴν ἀκινησίαν του, ἐπλησίασαν εἰς τὸν Ἅγιον καὶ εἰς τὸν μονόφθαλμον, ἀλλὰ μόλις εἶδον, ὅτι ἤνοιξεν ὁ τετυφλωμένος ὀφθαλμός του, ἔμειναν ἐκστατικοί.
Ἰδὼν ὁ Ἅγιος τὴν ταραχὴν αὐτῶν, ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς αὐτοὺς μὲ πολλὴν ἱλαρότητα καὶ ταπείνωσιν. Ἐκεῖνοι τότε, διὰ τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου ἦλθον εἰς φρόνιμον κατάστασιν καὶ μεταβληθέντες, ἔλεγον, ὅτι εἶναι ὁ Ἅγιος Θεός. Τότε διὰ τῆς βίας παρέλαβον αὐτὸν μεθ’ ἑαυτῶν, λέγοντες· «Σὺ εἶσαι ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ ἀκολούθει μας, διὰ νὰ μᾶς διαφυλάττῃς ἀπὸ κάθε κακὸν ποὺ ἠμπορεῖ νὰ μᾶς κάμουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μᾶς καταδιώκουν». Ἀκολουθῶν δὲ αὐτοὺς ὁ Ἅγιος ἐπὶ τρεῖς μῆνας, ἠμπόδιζε τούτους ἀπὸ κάθε ἀταξίαν. Βλέποντες ὅμως ἐκεῖνοι, ὅτι διὰ τῶν νουθεσιῶν αὐτοῦ ἐπροξένει εἰς αὐτοὺς στενοχωρίαν, διότι ἔλεγεν εἰς αὐτοὺς νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὰς κλοπὰς καὶ τὰς ἁρπαγάς, ἔπεσαν ὅλοι ὁμοῦ πρὸ τῶν ποδῶν του καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ ἀναχωρήσῃ. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ εἶπεν εἰς αὐτοὺς πολλὰς νουθεσίας, τέλος προσέθεσεν· «Ἐὰν δὲν παύσετε νὰ κάμνετε αὐτὰς τὰς κακὰς πράξεις, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διέλθετε καλὰς ἡμέρας καὶ νὰ εὐτυχήσετε εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν». Μετὰ ταῦτα, συνοδεύοντες τὸν Ἅγιον ὅλοι ὁμοῦ, τὸν ἔφεραν πάλιν εἰς τὸν τόπον, ὅπου κατῴκει πρότερον καὶ κτίσαντες δι’ αὐτὸν κατοικίαν, τὸν ἀπεχαιρέτησαν καὶ ἀνεχώρησαν ἐν εἰρήνῃ. Ἐγὼ δὲ (λέγει ὁ συγγράψας τὸν Βίον του), ὢν εἷς ἐξ αὐτῶν, ἔμεινα μετὰ τοῦ Ἁγίου, κατηχηθεὶς παρ’ αὐτοῦ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ τὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ.
Ἀφ’ οὗ παρῆλθον ἓξ μῆνες, μὲ ὡδήγησεν ὁ Ἅγιος εἰς τὸ Μοναστήριον, πρὸς τὸν μέγαν Ἱλαρίωνα. Ἰδοντες τότε αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ ὅλοι ᾐσθάνθησαν χαρὰν μεγάλην. Μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας παρεκάλεσεν ὁ Ἅγιος τὸν μέγαν Ἱλαρίωνα νὰ μὲ βαπτίσῃ, ἐπειδὴ ὁ Ἱλαρίων εἶχε γίνει Ἱερεύς. Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ ἐδίδαξεν ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, μὲ ἐβάπτισε καὶ μὲ ὠνόμασεν Ἰωάννην. Παρεμείναμεν δὲ ἐκεῖ ἐπὶ δέκα ἡμέρας καὶ οἱ ἀδελφοὶ παρεκάλουν τὸν Ἅγιον Ἐπιφάνιον νὰ μείνῃ μετ’ αὐτῶν εἰς τὸ Μοναστήριον. Ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἠθέλησεν. Ἐνῷ δὲ μετεβαίνομεν πρὸς τὴν κατοικίαν μας, συνηντήσαμεν, καθ’ ὁδόν, νέον τινά, ὅστις εἶχε φρικτὸν δαιμόνιον καὶ πολὺ ἐβασανίζετο ὑπ’ αὐτοῦ.