Τῇ ΙΒ’ (12ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ Ἐπισκόπου Κύπρου.

Καὶ ὁ Κλεόβιος τοῦ ἀπεκρίθη· «Οὗτος ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἐσταύρωσαν οἱ Ἑβραῖοι». Ἐφοβήθη τότε ὁ Ἐπιφάνιος νὰ ἀποκαλύψῃ εἰς τὸν Κλεόβιον, ὅτι εἶναι Ἑβραῖος. Οὕτω, ὁ μὲν Κλεόβιος συνέχισε τὸν δρόμον του, ὁ δὲ Ἐπιφάνιος μετέβη εἰς τὴν μητέρα του καὶ διηγήθη εἰς αὐτὴν ὅσα συνέβησαν.

Ἀφοῦ παρῆλθεν ὀλίγος καιρός, εἶπεν ἡ μήτηρ του εἰς τὸν Ἐπιφάνιον· «Ἰδού, τέκνον μου, ὅτι δὲν ἠμποροῦμεν νὰ καλλιεργήσωμεν τὸν ἀγρόν μας καὶ κανένα καρπὸν δὲν συγκομίζομεν ἐξ αὐτοῦ. Ἐν ὅσῳ ἔζη ὁ πατήρ σου ἐκαλλιέργει τοῦτον καὶ ἀπὸ τὸν καρπόν του ἐκυβερνώμεθα. Τώρα, λοιπόν, ἂς τὸν πωλήσωμεν καὶ ἀπὸ τὴν τιμήν του νὰ κυβερνηθῶμεν πτωχικά, ἐγὼ καὶ ἡ ἀδελφή σου. Σὺ δέ, τέκνον μου, ὕπαγε εἰς κανένα τεχνίτην θεοφοβούμενον, διὰ νὰ μάθῃς καμμίαν τέχνην, μὲ τὴν ὁποίαν νὰ ἠμπορῇς νὰ τρέφῃς τὸν ἑαυτόν σου καὶ νὰ βοηθῇς καὶ ἡμᾶς εἰς τὰς ἀνάγκας μας».

Εἰς τὴν Ἐλευθερόπολιν [1] ἔζη τότε Ἑβραῖός τις νομοδιδάσκαλος, ἄνθρωπος θαυμαστὸς καὶ θεοσεβής, κατὰ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως, Τρύφων ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος εἶχεν ὑποστατικὰ εἰς το χωρίον τοῦ Ἐπιφανίου καὶ ἐγνώριζε καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς γονεῖς του. Οὗτος, μεταβὰς διὰ νὰ ἐπισκεφθῇ τὰ ὑποστατικά του, εἶδε τὴν μητέρα τοῦ Ἐπιφανίου καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· «Θέλεις νὰ μοῦ δώσῃς τὸν Ἐπιφάνιον, νὰ τὸν κάμω θετὸν υἱόν μου καὶ νὰ προσφέρω καὶ εἰς σὲ καὶ εἰς τὴν θυγατέρα σου τὰ ἀναγκαῖα πρὸς συντήρησίν σας;». Ἡ μήτηρ τοῦ Ἐπιφανίου, ἀκούσασα ταῦτα, ἐχάρη πολὺ καὶ εὐθὺς παρέδωσεν εἰς αὐτὸν τὸν Ἐπιφάνιον, ἵνα τὸν υἱοθετήσῃ.

Εἶχε δὲ ὁ Τρύφων θυγατέρα μονογενῆ, τὴν ὁποίαν ἐπεθύμει νὰ δώσῃ ὡς σύζυγον εἰς τὸν Ἐπιφάνιον. Ὅθεν, ἀφοῦ τὸν παρέλαβε, τοῦ ἐδίδαξεν ἐπιπόνως καὶ μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν ὅλον τὸν Μωσαϊκὸν Νόμον καὶ τὰ Ἑβραϊκὰ γράμματα. Μετά τινα δὲ καιρὸν ἀπέθανεν ἡ θυγάτηρ τοῦ Τρύφωνος, ἔμεινε δὲ εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ μόνος ὁ Ἐπιφάνιος, ὅστις προώδευε κατὰ τὴν ἡλικίαν καὶ κατὰ τὴν Ἑβραϊκὴν σοφίαν. Ἔπειτα ἀπέθανε καὶ ὁ Τρύφων, καταλιπὼν ὅλην αὐτοῦ τὴν περιουσίαν εἰς τὸν Ἐπιφάνιον. Ἀπέθανε δὲ μετὰ ταῦτα καὶ ἡ μήτηρ τοῦ Ἐπιφανίου καὶ οὕτω παρέλαβε σὴν ἀδελφήν του εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Τρύφωνος, ὁπότε ἐγένοντο καὶ οἱ δύο συγκληρονόμοι ὅλων τῶν ὑπαρχόντων ἐκείνου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐλευθερόπολις· ἀρχαία πόλις τῆς δυτικῆς Παλαιστίνης κειμένη μεταξὺ Ἱεροσολύμων καὶ Γάζης, ἀπέχουσα περὶ τὰ 40 χλμ. ἀπὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὑπῆρξεν ἕδρα Ἐπισκοπῆς.

[2] Οἱ λόγοι οὗτοι, παράφρασις ἐκ τῶν Παροιμιῶν κζʹ 24, ἦσαν πρόρρησις τοῦ θείου Παφνουτίου περὶ τῶν μελλόντων γενέσθαι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου. Ἐξηγεῖται δὲ οὕτως· «Ὕπαγε εἰς τὴν Νιτρίαν καὶ συνάντησε τοὺς ἐκεῖ Πατέρας, ἐκ τῶν ὁποίων συνάθροισε θείας πράξεις καὶ πνευματικὰ νοήματα, διὰ νὰ ποιμαίνῃς εἰς τὴν Κύπρον τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, τοὐτέστι τοὺς Χριστιανούς, μὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θέλεις συναθροίσει ἐν Νιτρίᾳ εἰς ἱματισμόν, δηλαδὴ νὰ σκεπασθῇ, νὰ στολισθῇς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀληθινὸς Ποιμήν. Καὶ τίμα παῖδας, ἤτοι περιποιοῦ, θεράπευε, τοὺς ἀτάκτους εἰδωλολάτρας, ἵνα καταστῶσιν ἥμεροι, τακτικοί, ὡς φαίνεται εἰς τὰ προηγούμενα, ὅτι ἔκαμε μὲ τὰς θεραπείας του, ὥστε τινὲς ἐξ αὐτῶν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς θεογνωσίαν».

[3] Σαλαμίς· πόλις τῆς Κύπρου, ἥτις καταστραφεῖσα ὑπὸ σεισμῶν καὶ ἀνῳκοδομηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Κωνσταντίου υἱοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὠνομάσθη ἐκ τούτου Κωνσταντία. Ἐτιμήθη μὲ θρόνον αὐτοκεφάλου Ἀρχιεπισκόπου, ὑφ’ ὃν ὑπέκειντο δεκατέσσαρες Ἐπίσκοποι. Τὴν ἀρχιεπισκοπικὴν ἕδραν διετήρησεν ἡ Σαλαμὶς μέχρι τῆς καταλήψεως τῆς νήσου ὑπὸ τῶν Λατίνων (1191-1571). Σήμερον ἕδρα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου εἶναι ἡ Λευκωσία.

[4] Ἐν ἄλλοις ἡ Ἐπισκοπὴ γράφεται Χύτρων (ἴδε Delehage, «Les Saints de Chypre», σελ. 243).

[5] Ὁ Πάππος οὗτος πιθανὸν νὰ εἶναι ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν γʹ (3ην) Ἰουνίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»). Ἐν δὲ τῷ Σιναϊτικῷ Κώδικι 140, εἰς τὴν κδʹ (24ην) Ὀκτωβρίου, ἀναγράφεται ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πάππου, Ἐπισκόπου Σκύθρου τῆς Κύπρου.

[6] Ἡ ὀπτασία αὕτη ἦτο ἴσως ἡ κίνησις τῆς ξυλίνης περιστερᾶς, ἥτις ἐκρέματο ἄνωθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης παρὰ τοῖς παλαιοῖς, ὡς φαίνεται εἰς τὰ πρακτικὰ τῆς Ζʹ Συνόδου καὶ εἰς τὸ Γεροντικὸν, ἢ ἐνέργειά τις καὶ ἐμφάνισις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο εἰς τὸν Ἅγιον ἐν τῷ καιρῷ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων. Ὁ δὲ θεῖος Ἀμφιλόχιος λέγει διὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον, ὅτι, ὅταν ἐλειτούργει, ἔβλεπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καταβαῖνον ἐπὶ τὰ Δῶρα. Καὶ εἰς τὸ Λειμωνάριον, κεφ. ρνʹ (150), γράφεται ὅτι ὁ θεοσεβὴς ἐκεῖνος Ἐπίσκοπος ἐρωτηθείς, ὅταν ἐλειτούργει, διατὶ δὲν ἐξηκολούθει τὴν ἱερὰν Λειτουργίαν, ἀπεκρίθη· «Οὐκ εἶδον κατὰ τὸ σύνηθες τὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησιν».

[7] Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο διακόπτεται ἡ ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου ἐξιστόρησις τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ἄρχεται δὲ ἡ ὑπὸ τοῦ Πολυβίου τοιαύτη.