Ἀκούσας ταῦτα ὁ Ἐπιφάνιος ἐφοβήθη πολὺ τὴν κατάραν τοῦ Ἰακὼβ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Δὲν θέλω πλέον νὰ πωλήσω τὸ ὑποζύγιον». Ὁ δὲ Ἰακὼβ εἶπε· «Διατί, τέκνον;». Ἀπεκρίθη ὁ Ἐπιφάνιος· «Διότι τὸ ζῷον τοῦτο εἶναι ἄτακτον. Ἀλλ’ ἡ μήτηρ μου μὲ ἐπρόσταξε νὰ τὸ πωλήσω διὰ νὰ ἐξοικονομήσωμεν τὰ ἀναγκαῖα πρὸς τροφήν, ἐπειδὴ ὁ πατήρ μου ἀπέθανε καὶ ἔχομεν μεγάλην στενοχωρίαν. Τώρα ὅμως, ὅτε ἤκουσα ἀπὸ σέ, ὅτι εἶναι κακὸν τὸ νὰ βλάπτῃ κανεὶς τὸν πλησίον, φοβοῦμαι τὸν Θεόν, μήπως μὲ τιμωρήσῃ ἂν σὺ ποτὲ μὲ καταρασθῇς διὰ τὴν ἀταξίαν τοῦ ζῴου». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἰακὼβ ἐθαύμασε διὰ τὴν ἀπόκρισιν τοῦ παιδίου καὶ δώσας εἰς αὐτὸ τρία ἀργύρια, εἶπε· «Λάβε τὴν εὐλογίαν ταύτην, τέκνον, καὶ ὅταν μεταβῇς εἰς τὴν μητέρα σου, δὸς ταῦτα διὰ νὰ ἀγοράσετε τροφάς. Παράλαβε δὲ καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ ἐὰν δὲν κάμῃ ἀταξίαν, κρατήσατέ το διὰ τὴν ὑπηρεσίαν σας. Ἐὰν δὲ δὲν σταθῇ φρόνιμον, ἀπομακρύνατέ το τῆς οἰκίας σας, διὰ νὰ μὴ θανατώσῃ κανένα».
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἐπιφάνιος παρέλαβε τὸ ὑποζύγιον καὶ τὰ τρία νομίσματα, μετέβαινεν εἰς τὸ χωρίον του. Καθ’ ὁδὸν δὲ συνήντησεν αὐτὸν Χριστιανός τις, Κλεόβιος καλούμενος, ὅστις τὸν ἠρώτησε· «Πωλεῖς τὸ ὑποζύγιον, τέκνον;». Ὁ δὲ Ἐπιφάνιος ἀπεκρίθη· «Ὄχι, δὲν τὸ πωλῶ». Λέγει ὁ Κλεόβιος· «Ἐὰν τὸ πωλῇς, λάβε τὴν τιμήν του καὶ δός μοι το». Ἐνῷ δὲ ὁ Κλεόβιος ἔλεγε ταῦτα, τὸ ὑποζύγιον ἤρχισε νὰ ἀτακτῇ καὶ νὰ κτυπᾷ διὰ τοῦ ποδός του τὸν Ἐπιφάνιον εἰς τὸν μηρὸν τόσον ἰσχυρῶς, ὥστε τὸν ἔρριψε κατὰ γῆς, ἐκεῖνο δὲ ἔφυγε τρέχον. Ἔκειτο λοιπὸν ὁ Ἐπιφάνιος κατὰ γῆς κλαίων καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἐγερθῇ ἐκ τῶν πόνων. Ὁ δὲ Κλεόβιος ἐσημείωσε διὰ τοῦ σημείου τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ τρεῖς φορὰς τὸν μηρὸν τοῦ Ἐπιφανίου, εἰς τὸ μέρος ὅπου τὸν ἐκτύπησε τὸ ζῷον καί, ὤ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἠγέρθη ὁ Ἐπιφάνιος χωρὶς νὰ αἰσθάνεται οὐδὲ τὸν ἐλάχιστον πόνον.
Τότε ὁ Κλεόβιος στραφεὶς πρὸς τὸ ὑποζύγιον, εἶπεν· «Ὦ ζῷον ἄτακτον, ἐπειδὴ ἠθέλησες νὰ θανατώσῃς τὸν αὐθέντην σου, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου νὰ μὴ κινηθῇς πλέον ἀπὸ αὐτὸν τὸν τόπον». Εὐθὺς τότε μὲ τὸν λόγον τοῦ Κλεοβίου ἔπεσε κάτω τὸ ζῷον καὶ ἀπέθανε. Ἔκπληκτος τότε ὁ Επιφάνιος ἐκ τοῦ συμβάντος τούτου ἠρώτησε τὸν Κλεόβιον· «Ποῖος εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ἐσταυρωμένος, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου γίνονται τοιαῦτα σημεῖα καὶ θαύματα;».