Ἐφύλαττε δὲ καὶ τοῦτο ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος. Ὅταν ἐτέλει τὴν θείαν Λειτουργίαν, καθ’ ἣν στιγμὴν προσέφερε τὰ Ἅγια εἰς τὸν Θεόν, δεόμενος διὰ τῶν λόγων, «ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον…», ἐὰν δὲν ἔβλεπε τὴν ὀπτασίαν [6], δὲν ἐτελείωνε τὴν ἱερὰν Λειτουργίαν. Κάποτε λοιπόν, ἐνῷ εἰς τὴν ὡρισμένην στιγμὴν ἐπανέλαβε τρὶς τοὺς λόγους τούτους, δὲν εἶδε τὴν ὀπτασίαν. Ἐνῷ δὲ παρεκάλει μετὰ δακρύων τὸν Θεὸν ἵνα φανερώσῃ εἰς αὐτὸν τὴν αἰτίαν, παρετήρησε τὸν Διάκονον, ὅστις ἦτο εἰς τὸ ἀριστερὸν μέρος καὶ ἐκράτει τὸ ριπίδιον καὶ εἶδεν, ὅτι εἶχε λέπραν εἰς τὸ μέτωπόν του. Ἐκ τούτου ἐγνώρισεν ὅτι αὐτὸς ἦτο ἡ αἰτία διὰ τὴν ὁποίαν δὲν εἶδε τὴν ὀπτασίαν. Λαβὼν τότε ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Διακόνου τὸ ριπίδιον, εἶπε μὲ ἱλαρότητα· «Ὕπαγε, τέκνον, εἰς τὴν οἰκίαν σου καὶ μὴ μεταλάβῃς σήμερον». Ἀκολούθως ἔδωκεν εἰς ἄλλον Διάκονον τὸ ριπίδιον. Ὡς δὲ ἀπήγγειλε πάλιν, μετὰ φόβου καὶ δακρύων, τοὺς ἰδίους ἐκείνους θείους λόγους, εἶδε τὴν ὀπτασίαν καὶ τότε ἐτελείωσε τὴν θείαν Λειτουργίαν.
Μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς θείας Λειτουργίας προσεκάλεσεν ὁ Ἅγιος τὸν Διάκονον καὶ ἠρώτα αὐτόν, διὰ νὰ μάθῃ τὴν αἰτίαν. Τότε ὁ Διάκονος ὡμολόγηοεν, ὅτι κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα ἐκοιμήθη μετὰ τῆς συζύγου του. Ὅθεν προσκαλέσας ὁ Ἅγιος ὅλον τὸ ἱερατεῖον, εἶπε μὲ ἱλαρότητα· «Τέκνα μου, ὅσοι ἠξιώθητε νὰ λάβετε τὸ χάρισμα τοῦ ἱερατείου, πρέπει νὰ φυλάττετε τὸν ἑαυτόν σας καθαρὸν ἀπὸ παντὸς μιάσματος σαρκὸς καὶ πνεύματος, διὰ νὰ μὴ τελῆτε ἀναξίως τὰ θεῖα Μυστήρια. Ἔκτοτε πλέον ὁ Ἅγιος δὲν ἐχειροτόνει τοὺς ἔχοντας συζύγους, ἀλλὰ Μοναχούς, ἄνδρας Ὁσίους καὶ χηρευομένους, δεδοκιμασμένους. Καὶ πράγματι, ὁ καθεὶς ἔβλεπε τὴν Ἐκκλησίαν ὡς νύμφην ὡραίαν καὶ ἐστολισμένην ὑπὸ ἱερατείου ἁγίου καὶ ἐναρέτου [7].