Ἐπειδὴ δὲ ἐνέσκηψε πεῖνα εἰς ὅλην τὴν Φοινίκην καὶ ἀνομβρία μεγάλη, συνήχθησαν πλήθη ἀνθρώπων καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἅγιον, παρακαλοῦντες νὰ ἀναπέμψῃ προσευχὴν πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, ἵνα δώσῃ βροχὴν εἰς τὴν γῆν καὶ οὕτω νὰ παραγάγῃ αὕτη τοὺς καρπούς της. Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε, πρὸς αὐτοὺς· «Τί μὲ ἐνοχλεῖτε, ἄνθρωποι; Καὶ ἐγὼ ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς εἶμαι». Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν παρῃτοῦντο, ἀλλὰ παρεκάλουν τοῦτον περισσότερον, ἕως ὅτου ἔφθασεν ἡ ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας. Τότε ὁ Ἅγιος εἶπε πρὸς τὸν Ἡγούμενον· «Πρόσταξον τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἑτοιμάσουν τράπεζαν διὰ τοὺς ἀνθρώπους τούτους, διὰ νὰ φάγουν, νὰ εὐφρανθοῦν καὶ κατόπιν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν τόπον των». Ὡς δὲ ἐκεῖνοι μετέβησαν εἰς τὴν τράπεζαν, εἰσῆλθε καὶ ὁ Ἅγιος ἐντὸς τοῦ κελλίου του καὶ κλίνας τὰ γόνατα εἰς τὴν γῆν παρεκάλει τὸν Θεὸν νὰ πέμψῃ βροχὴν εἰς τὴν διψῶσαν γῆν.
Εὐθὺς τότε μὲ τὴν προσευχὴν τοῦ Ἁγίου ἐγέμισεν ὁ οὐρανὸς ἀπὸ νέφη καὶ ἀστραπαὶ καὶ βρονταὶ ἐγένοντο καὶ ἔβρεξε βροχὴν μεγάλην. Οἱ δὲ ἄνθρωποι ἠγέρθησαν ἀπὸ τῆς τραπέζης καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν. Ἔβρεχε δὲ, συνεχῶς ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας εἰς ὅλην τὴν Φοινίκην. Οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦλθον εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ἁγίου καὶ παρεκάλουν τοῦτον νὰ σταματήσῃ, διὰ στόματός του, τὴν βροχήν. Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε πρὸς αὐτούς· «Διατί, τέκνα μου, ἔχετε δι’ ἐμὲ τοιούτους λογισμούς; Ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἐγώ, ὅπως καὶ σεῖς. Ὅμως ὁ εὐεργέτης ἡμῶν Θεὸς γνωρίζει τίνος ἔχομεν ἀνάγκην καὶ μᾶς τὸ προσφέρει». Ἐκεῖνοι δὲ παρεκάλουν περισσότερον τὸν Ἅγιον. Εἶπε τότε πάλιν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἡγούμενον· «Πρόσταξον νὰ ἑτοιμάσουν τράπεζαν διὰ τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ φάγουν καὶ νὰ πίουν καὶ κατόπιν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν τόπον των». Μεταβάντες δὲ οὗτοι εἰς τὴν τράπεζαν, παρεκάλεσαν τὸν Ἅγιον νὰ εὐλογήσῃ. Ὡς δὲ ὁ Ἅγιος εἶπεν· «Εὐλογητὸς ὁ Κύριος» εὐθὺς ἐστάθη ἡ βροχή. Ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς πολλῆς ἐνοχλήσεως τὴν ὁποίαν ἔδιδον οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν Ἅγιον, ἐζήτησεν οὗτος πάλιν νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκεῖθεν.
Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν συνηθροίσθησαν οἱ Ἐπίσκοποι τοῦ τόπου ἐκείνου, ἵνα χειροτονήσουν Ἐπίσκοπον διά τινα χηρεύουσαν Ἐπισκοπήν. Ἐξετάζοντες δὲ νὰ εὕρουν ἄξιόν τινα διὰ τὸ ἀξίωμα τοῦτο, ἔκριναν εὔλογον νὰ χειροτονήσουν τὸν Ἐπιφάνιον.