Ἀκούσας ταῦτα ὁ φιλόσοφος, παρεκάλεσε τὸν Ἅγιον νὰ τὸν βαπτίσῃ. Ὡδήγησε τότε αὐτὸν καὶ ἐμὲ ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν μέγαν Ἱλαρίωνα, ὅστις καὶ τὸν έβάπτισε διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ἔπειτα παρεκάλεσεν ὁ Ἅγιος τὸν μέγαν Ἱλαρίωνα καὶ ἔστειλεν ἕνα ἀδελφόν, μετὰ τοῦ Ἐπιφανίου τοῦ νεοφωτίστου, εἰς τὴν Ἐλευθερόπολιν, πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον, ὅστις καὶ ἐχειροτόνησεν αὐτὸν Ἱερέα, μετὰ δὲ ταῦτα ἐπεστρέψαμεν πάλιν εἰς τὸ Μοναστήριόν μας. Τότε, προσκαλέσας ὁ Ἅγιος ἅπαντας τοὺς ἀδελφούς, εἶπε πρὸς αὐτούς· «Αὐτός, ὅστις ἐνόμιζε πρότερον, ὅτι εἶναι μέγας φιλόσοφος, ἂν καὶ δὲν ἦτο τίποτε, ἰδοὺ ὅτι τώρα, μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἔγινεν ἀληθῶς φιλόσοφος καὶ ἄξιος Ἱερεύς. Οὗτος θέλει εἶναι εἰς τὸ ἑξῆς καὶ ὁ Πνευματικός σας πατήρ». Ὁ Ἐπιφάνιος, λοιπόν, ὁ φιλόσοφος, κατηξιώθη νὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Θεὸν τοιοῦτον ἐξαίσιον χάρισμα, νὰ γίνῃ δὲ καὶ Ἡγούμενος τῶν ἀδελφῶν.
Ἐπειδὴ δὲ ἤρχοντο πολλοὶ εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ δὲν ἄφηνον τὸν Ἅγιον νὰ ἡσυχάσῃ ἀπεφάσισε νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκεῖθεν εἰς τὰ μέρη τῆς Αἰγύπτου. Ὅθεν, προσκαλέσας τοὺς ἀδελφούς, εἶπε πρὸς αὐτούς· «Θέλω, τέκνα, νὰ ὑπάγω εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ μεγάλου Ἱλαρίωνος πρὸς ἐπίσκεψιν τῶν ἐκεῖ ἀδελφῶν». Ἐκεῖνοι ὅμως ἠννόησαν ὅτι θέλει νὰ φύγῃ καὶ πεσόντες πρὸ τῶν ποδῶν αὐτοῦ παρεκάλουν τοῦτον, μὲ πολὺν κλαυθμὸν καὶ ὀδυρμόν, νὰ μὴ ἀναχωρήσῃ. Εὐσπλαγχνισθεὶς τότε αὐτοὺς ὁ Ἅγιος εἶπεν, ὅτι δὲν φεύγει. Ἀλλὰ δὲν παρῆλθον δέκα ἡμέραι καὶ νύκτα τινὰ μὲ ἐκάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσω. Μετέβημεν τότε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου προσεκυνήσαμεν τὴν ζωὴν ἡμῶν, τὸν Τίμιον Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἀφοῦ δὲ διήλθομεν εξ ὅλων τῶν Ἁγίων Τόπων καὶ προσεκυνήσαμεν, ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ μεταβῶμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καθ’ ὁδόν, συνήντησεν ἡμᾶς γυνή τις δαιμονιζομένη, ἥτις, ὁρμήσασα κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔσχισε τὸ ἐπανωφόριον αὐτοῦ. Εὐθὺς τότε ἐξῆλθεν ἐξ αὐτῆς τὸ δαιμόνιον καὶ προσπεσοῦσα εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου παρεκάλει τοῦτον νὰ τὴν συγχωρήσῃ καὶ νὰ μὴ ὀργισθῇ κατ’ αὐτῆς. Ὁ Ἅγιος εἶπε τότε πρὸς τὴν γυναῖκα· «Ὕπαγε ὑγιὴς εἰς τὸν οἶκόν σου, διότι ἐκεῖνος ὅστις ἔσχισε, τὸ ἐπανωφόριόν μου ἔφυγεν». Οὕτως ἡ γυνὴ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκόν της ὑγιὴς καὶ ἡμεῖς κατήλθομεν εἰς τὴν Ἰόππην, τὴν κοινῶς λεγομένην Γιάφαν, ἀπὸ ὅπου, εἰσελθόντες εἰς πλοιάριον, ἐπλεύσαμεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν.