Ἡμέραν δέ τινα, ἐνῷ ὁ Ἐπιφάνιος μετέβαινεν εἰς τὸ χωρίον του, διὰ νὰ ἐπισκεφθῇ τὰ ὑποστατικά, τὰ ὁποῖα ἐκληρονόμησεν ἀπὸ τὸν Τρύφωνα, συνήντησε Μοναχόν τινα, Λουκιανὸν ὀνόματι, ὁ ὁποῖος ἦτο λόγιος καὶ θαυμαστὸς ἄνθρωπος, ἔχων ὡς τέχνην τὴν καλλιγραφίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐκέρδιζε τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἂν δὲ ἐπερίσσευε κάτι, ἔδιδε τοῦτο εἰς τοὺς πτωχούς. Συνοδοιποροῦντες λοιπόν, ὁ μὲν Ἐπιφάνιος ἔφιππος, ὁ δὲ Λουκιανὸς πεζός, συνήντησαν πτωχόν τινα, ὁ ὁποῖος, προσπεσὼν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Λουκιανοῦ, εἶπεν· «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, διότι εἶμαι νῆστις τρεῖς ἡμέρας». Ὁ δὲ μακάριος Λουκιανός, μὴ ἔχων τὶ νὰ τοῦ δώσῃ, ἐξεδύθη τὸ ἔνδυμά του καὶ τὸ ἔδωσεν εἰς τὸν πτωχόν, εἰπών· «Ὕπαγε εἰς τὴν χώραν, πώλησέ το καὶ ἀγόρασε ἄρτους». Ὡς δὲ ἐξήγαγεν ὁ Λουκιανὸς τὸ ἔνδυμά του, ἵνα προσφέρῃ τοῦτο εἰς τὸν πτωχόν, εἶδεν ὁ Ἐπιφάνιος στολὴν λευκήν, ἥτις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἐκάλυψε τοῦτον.
Φόβος μέγας κατέλαβε τότε τὸν Ἐπιφάνιον, κατελθὼν δὲ ἀπὸ τὸ ὑποζύγιον ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Λουκιανοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Παρακαλῶ σε, ἄνθρωπε, εἰπέ μου, ποῖος εἶσαι;». Ὁ δὲ μακάριος Λουκιανὸς ἀπεκρίθη· «Εἰπέ μοι, σύ, πρῶτον ποίαν θρησκείαν ἀκολουθεῖς καὶ τότε θέλω σοῦ εἴπει καὶ ἐγὼ εἰς ποίαν θρησκείαν πιστεύω». Ὁ Λουκιανὸς ὅμως, ὡς προορατικός, ἐγνώρισεν ἐν τῷ μεταξύ, ὅτι Χάρις Θεοῦ ἦλθεν εἰς τὸν Ἐπιφάνιον καὶ εἶπε πάλιν· «Πῶς σύ, Ἑβραῖος ὤν, ἐρωτᾷς Χριστιανόν, διὰ νὰ μάθῃς ποῖος εἶμαι, ἐφόσον, ὡς γνωρίζεις, οἱ Ἑβραῖοι εἶναι βδέλυγμα διὰ τοὺς Χριστιανούς, καθὼς ἐπίσης τοῦτο φρονοῦν διὰ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ οἱ Ἑβραῖοι; Ἰδοὺ λοιπὸν ἤκουσας, ὅτι εἶμαι Χριστιανός. Τώρα δὲν πρέπει νὰ ἀκούσῃς ἄλλο τι ἀπὸ ἐμέ». Ὁ καλοπροαίρετος ὅμως Ἐπιφάνιος εἶπε· «Καὶ τί ἐμπόδιον ὑπάρχει διὰ νὰ γίνω καὶ ἐγὼ Χριστιανός; Εἰπέ μοι, παρακαλῶ». Ἀπεκρίθη ὁ Λουκιανός· «Ἐμπόδιον εἶναι τὸ νὰ μὴ θέλῃς, διότι, ἐὰν θέλῃς, ἠμπορεῖς νὰ γίνῃς».
Κατανυγεὶς ὁ Ἐπιφάνιος ἐκ τῶν λόγων τοῦ Λουκιανοῦ, δὲν μετέβη εἰς τὸ χωρίον του, διὰ νὰ ἐπισκεφθῇ τὰ ὑποστατικά του, ἀλλ’ ὡδήγησε τὸν Λουκιανὸν εἰς τὴν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν ἐκληρονόμησεν, ἔδειξεν εἰς αὐτὸν τὸν πλοῦτον, ὅστις ἦτο ἐντὸς αὐτῆς, καὶ εἶπε· «Ταῦτα, τὰ ὁποῖα βλέπεις, εἶναι τὰ ὑποστατικά μου, Πάτερ, καὶ αὕτη εἶναι ἡ ἀδελφή μου. Ἐγὼ ὅμως θέλω νὰ γίνω Χριστιανὸς καὶ νὰ ζήσω ἐν μοναδικῇ πολιτείᾳ. Τί λέγεις διὰ τοῦτο;».