Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ παρακαλοῦμεν καὶ ἡμεῖς πάντοτε τὸν Θεόν, διὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ τοιαῦτα μηχανήματα τοῦ ἐχθροῦ. Ταῦτα εἰπὼν ἔκαμε προσευχὴν ὑπὲρ τοῦ ἐκπεσόντος, λέγων· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, μὴ ἀφήσῃς τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Σου νὰ ἀπολεσθῇ εἰς τέλος, ἀλλ’ ἐπίβλεψον ἀνεξικάκως ἐπ’ αὐτὸ ἐκ τῶν οὐρανίων σου κατοικητηρίων καὶ πρόσδεξαι τὰς προσευχὰς τὰς ὁποίας σοῦ προσφέρω, δι’ ἐκεῖνον ὅστις Σὲ ἠρνήθη πρότερον, τώρα δὲ ἦλθε πάλιν εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐγνώρισε τὸ κακὸν τὸ ὁποῖον ἔκαμε καὶ ἀνακάλεσαι τοῦτον εἰς μετάνοιαν, παρακαλῶ τὴν Σὴν ἀγαθότητα».
Τοιουτοτρόπως προσευχομένου τοῦ Ὁσίου ἡμέρας πολλὰς δι’ αὐτὸν καὶ παρακαλοῦντος τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ νὰ εὐσπλαγχνισθῇ τὸ πλάσμα Του, εἰσήκουσεν ὁ Σωτὴρ τὴν δέησίν του καὶ φανεὶς εἰς αὐτὸν τὸν ἠρώτησεν, ὁ τὰ πάντα γινώσκων, διὰ ποῖον τὸν παρακαλεῖ, λέγων· μήπως ὁ ἰδικός μου θεράπων Παΐσιος δέεται δι’ ἐκεῖνον ὅστις ἠθέτησεν ἐμέ, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν τάξιν του καὶ ἐπῆγε μὲ τοὺς ἐναντίους μου; ὅστις ἦτο ποτὲ Μοναχός, τώρα δὲ ἔγινεν Ἑβραῖος; Ναί, φιλάνθρωπε Κύριε, τοῦ ἀπεκρίθη ὁ Ὅσιος, δι’ ἐκεῖνον δέομαι· διότι ἀποβλέπων εἰς τοὺς οἰκτιρμούς Σου, ὅτι πάντοτε προσκαλεῖς ὅλους εἰς μετάνοιαν καὶ δὲν θέλεις τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ ἀναμένεις τὴν μετάνοιάν του, διὰ τοῦτο ἐτόλμησα νὰ ἐξιλεώσω τὴν ἀγαθότητά Σου δι’ ἐκεῖνον, παρακαλῶ Σε ἐπάκουσόν μου τοῦ δούλου Σου καὶ γενοῦ ἵλεως, ἀνακάλεσαι τὸ πεπλανημένον Σου πρόβατον. Ὁ δὲ Σωτὴρ εἶπε πρὸς αὐτόν ἐὰν θέλῃς νὰ ἐλεήσω αὐτὸν τὸν παράνομον καὶ ἀποστάτην καὶ νὰ ἀνακαλέσω αὐτὸν εἰς μετάνοιαν, πρέπει νὰ στέρξῃς σὺ νὰ πάρω τοὺς περισσοτέρους μισθοὺς καὶ πληρωμὰς ἀπὸ ἐκείνας, τὰς ὁποίας ἔχεις νὰ λάβῃς διὰ τοὺς ἀγῶνάς σου, ἀντὶ δὲ ἐκείνων νὰ ἀποδώσω τὴν φιλανθρωπίαν μου εἰς αὐτόν, ὅστις εἶναι ἄξιος νὰ λάβῃ μυρίας τιμωρίας.
Τότε ὁ ὄντως μέγας Παΐσιος, ἀποκριθεὶς μετὰ μεγάλης προθυμίας, εἶπε· ναί, Κύριε, στέργω τοῦτο μετὰ χαρᾶς· ὅμως ἐγὼ δὲν ἠξεύρω ἐὰν εὑρίσκεται εἰς ἐμὲ κανένα ἔργον, τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι εὐάρεστον ἔμπροσθέν Σου, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἰδικήν Σου ἀγαθότητα μάλιστα, διὰ μέσου τῆς ὁποίας καὶ ἐγὼ εὐεργετούμενος κάθε ἡμέραν, ὁμολογῶ Σοι τὴν χάριν ἀπὸ αὐτὴν κινούμενος παράσχου εἰς αὐτὸν τὸ ἔλεός Σου· διότι ἐγὼ εὐχαριστοῦμαι περισσότερον νὰ τιμωρηθῶ ἀντὶ ἐκείνου καὶ νὰ σωθῇ αὐτός, παρὰ νὰ ἀπολαύσω ἐγὼ τὰς ἰδικάς Σου εὐεργεσίας, ἐκεῖνος δὲ νὰ κολασθῇ.