Ὁ δὲ Μοναχὸς ἀπὸ τὴν ἀκακίαν καὶ ἁπλότητα τῆς καρδίας του ἐπλανήθη καὶ τοῦ εἶπεν· ἴσως εἶναι ἔτσι, καθὼς σὺ λέγεις· καὶ παρευθύς, ἀλλοίμονον διὰ τὴν συμφορὰν τὴν ὁποίαν ἔπαθεν ὁ δυστυχής! ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, καθὼς θέλει γίνει φανερὸν ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα· διότι ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν ἔρημον καὶ τὸν εἶδεν ὁ θεῖος Παΐσιος, δὲν τὸν ἐδέχετο παντελῶς, οὔτε κἂν νὰ τὸν ἴδῃ ἤθελεν, οὐδὲ νὰ πλησιάσῃ εἰς αὐτὸν καὶ νὰ συνομιλήσῃ μαζί του, ἀλλὰ τὸν ἀπεστρέφετο.
Βλέπων ὁ μαθητὴς τὸν γέροντά του ὅτι τὸν ἀποστρέφεται, ἐλυπεῖτο πικρῶς καὶ ἠπόρει διὰ τὴν αἰτίαν· ὅθεν προσπίπτων εἰς τοὺς πόδας του, τοῦ εἶπε· διατί, πάτερ, μὲ ἀποστρέφεσαι τὸν ἄθλιον καὶ δὲν θέλεις νὰ μὲ ἴδῃς, ἀλλὰ μὲ συκχαίνεσαι ὡς βδέλυγμα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἄλλοτε δὲν μοῦ τὸ ἔκαμες; Ὁ δὲ γέρων τοῦ εἶπε· καὶ ποῖος εἶσαι σύ, ὦ ἄνθρωπε, διότι δὲν σὲ γνωρίζω. Καὶ ὁ μαθητὴς τοῦ εἶπε· καὶ ποῖον ἀσυνήθιστον πρᾶγμα εἶδες, ὦ πάτερ, εἰς ἐμέ, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν μὲ γνωρίζεις; δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ δεῖνα μαθητής σου; Ὁ δὲ γέρων εἶπεν· ἐκεῖνος ὁ μαθητής μου ἦτο Χριστιανὸς καὶ εἶχε βάπτισμα, ἐνῷ σὺ δὲν εἶσαι τοιοῦτος· ἐὰν δὲ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ μαθητής μου, γνώριζε, ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ τὰ σημεῖα τῶν χριστιανῶν ἔφυγον ἀπὸ σέ· εἰπέ μου, τί σοῦ συνέβη, καὶ τί ἔπαθες εἰς τὸν δρόμον; Ὀδυρόμενος ἐκεῖνος ἔλεγε· δὲν ἔπαθον τίποτε, πάτερ. Ὁ δὲ γέρων τοῦ λέγει· ὕπαγε, τέκνον, μακρὰν ἀπὸ ἐμέ, διότι δὲν ὑποφέρω νὰ ἀκούω ὁμιλίαν ἀνθρώπου, ὅστις ἠρνήθη τὸν Χριστόν· διότι ἐὰν ἦσο σὺ ὁ μαθητής μου ἐκεῖνος, θὰ σὲ ἔβλεπον καθὼς ἤσουν πρότερον.
Τότε ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος Μοναχὸς ἀνεστέναξε, καὶ χύνων δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἐκίνουν εἰς εὐσπλαγχνίαν τὸν γέροντα, εἶπεν, ὅτι εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἴδιος μαθητής του καὶ ὄχι ἄλλος, καὶ ὅτι οὐδαμῶς γνωρίζει τὸ ἔγκλημά του ποῖον εἶναι, οὐδὲ ἔκαμε κανένα κακόν. Καὶ ὁ μέγας Παΐσιος τοῦ λέγει· μὲ ποῖον συνωμίλησες εἰς τὸν δρόμον ὅπου ἐπήγαινες; Ὁ δὲ μαθητὴς τοῦ ἀπεκρίθη· μὲ ἕνα Ἑβραῖον συνωμίλησα, καὶ ὄχι μὲ ἄλλον τινά. Τί σοῦ εἶπεν ὁ Ἑβραῖος καὶ τί σὺ τοῦ ἀπεκρίθης; Δὲν μοῦ εἶπεν ἄλλο τι παρὰ τοῦτο μόνον, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ὅπου προσκυνεῖτε σεῖς οἱ Χριστιανοί, ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος ὅστις μέλλει νὰ ἔλθῃ· ἐγὼ δὲ τοῦ εἶπα· ἴσως εἶναι ἔτσι, καθὼς σὺ λέγεις. Ὁ δὲ γέρων εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄθλιε, ποῖον ἄλλο εἶναι χειρότερον καὶ αἰσχρότερον ἀπὸ αὐτό, τὸ ὁποῖον εἶπες, μὲ τὸ ὁποῖον καὶ τὸν Χριστὸν ἠρνήθης καὶ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ἐξεδύθης, ταλαίπωρε;