Οἱ Μοναχοὶ τότε, ἀναγνώσαντες τὸ γράμμα τοῦ ἄρχοντος, ἐθαύμασαν διὰ τὴν τόσην φιλίαν τοῦ ἄρχοντος μετὰ τοῦ Ὁσίου, τὸν ὁποῖον παρεκάλουν νὰ μεταβῇ κατὰ τὸ γράμμα. Ἀλλ᾽ οὗτος δὲν ἐπείθετο. Ὅθεν ἔταξαν εἰς αὐτὸν ἀσυγχωρησίαν, ἐὰν δὲν θὰ μετέβαινεν. Οὕτωτ ὑπήκουσεν ἀκουσίως καὶ παραλαβὼν ἕνα γέροντα, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπετάσσετο ὁ Ὅσιος, ἀνῆλθον εἰς πλοῖον καὶ ἔπλευσαν εἰς Κρήτην, τὴν ὁποίαν ὁ Νικηφόρος κατέλαβε.
Ἰδὼν δὲ ὁ Νικηφόρος τὸν Ἀθανάσιον πολλὴν ᾐσθάνθη ἀγαλλίασιν καὶ ἐτίμησεν αὐτόν, θαυμάζων τὴν πολλήν του ταπείνωσιν, ἀφοῦ κατεδέχετο νὰ εἶναι εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ γέροντος. Εὐθὺς δέ, χωρὶς νὰ διηγηθῇ εἰς τὸν Ὅσιον τὰς ἀνδραγαθίας του εἰς ἐκεῖνον τὸν πόλεμον, ἀνέφερε τὴν παλαιάν του ἐπιθυμίαν, ὅτε ὑπέσχετο νὰ γίνῃ Μοναχὸς λέγων· «ὁ φόβος, ὦ Πάτερ, τὸν ὁποῖον εἴχετε εἰς ὅλον τὸ Ὄρος διὰ τοὺς Ἀγαρηνούς, ἰδού, μὲ τὴν εὐχήν σας, ἠφανίσθη. Ἐπειδὴ δὲ ἔταξα εἰς τὴν ἁγιωσύνην σου νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον, τώρα δὲν ἔχω πλέον κανὲν ἐμπόδιον. Μόνον, σὲ παρακαλῶ, νὰ κτίσῃς δι᾽ ἡμᾶς ἓν ἡσυχαστήριον, ὅπου νὰ μονάζωμεν μετ’ ἄλλων τριῶν ἀδελφῶν ἡσυχάζοντες καὶ νὰ οἰκοδομήσῃς εἰς ἄλλον τόπον μεγάλην Ἐκκλησίαν, ἥτις νὰ γίνῃ Κοινόβιον, ἀνὰ πᾶσαν δὲ Κυριακὴν νὰ κατερχώμεθα εἰς τὴν Λαύραν [1], διὰ νὰ μεταλαμβάνωμεν τῶν θείων Μυστηρίων. Ταῦτα δὲ λέγων ὁ τροπαιοφόρος Νικηφόρος ἔδιδεν εἰς τὸν Ὅσιον καὶ χρήματα διὰ τὰ ἔξοδα τῶν κτιρίων.
Ἀλλ’ ὁ Ὅσιος δὲν τὰ ἐδέχθη εἰπών· «ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ἔχω φροντίδα καὶ μέριμναν, πλὴν σὺ ἔχε πάντοτε τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ πρόσεχε τὴν πολιτείαν σου, ἐπειδὴ εὑρίσκεσαι ἐν μέσῳ τῶν παγίδων τοῦ κόσμου· ἐὰν δὲ εἶναι θέλημα Θεοῦ θὰ γίνῃ καὶ τοῦτο τὸ ὁποῖον ὁρίζεις». Ἐλυπήθη ὁ Νικηφόρος ἀκούσας ταῦτα. Ἀφοῦ δὲ ἀπήλαυσαν δι’ ὀλίγας ἡμέρας ὁ εἷς τὸν ἄλλον, ἐχωρίσθησαν. Καὶ ὁ μὲν Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐπέστρεψεν εἰς τὸν Ἄθωνα, ὁ δὲ Νικηφόρος θερμότερον ἐπόθει νὰ οἰκοδομηθῇ τὸ Μοναστήριον. Διὸ ἀπέστειλεν ἕνα πνευματικόν του φίλον, ὀνόματι Μεθόδιον, ὅστις ἀργότερον ἐγένετο καθηγούμενος εἰς τὸ ὄρος τοῦ Κυμινᾶ, μὲ γράμματα καὶ χρήματα πρὸς τὸν Ἀθανάσιον, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ ἀρχίσῃ τὴν οἰκοδομήν. Ὁ δὲ Ὅσιος, βλέπων τὴν θερμὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὸν θεῖον πόθον τοῦ ἄρχοντος, ἔκρινεν ὅτι ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ γίνῃ τὸ Μοναστήριον.