Τότε ὁ Ὅσιος ἐγένετο Μεγαλόσχημος ὑπό τινος ἐναρέτου ἀναχωρητοῦ, Ἠσαΐα ὀνομαζομένου, διότι ἀκόμη δὲν ἦτο τέλειος Μοναχὸς παρ’ ὅλον ὅτι κατὰ τὰς ἀρετὰς ἦτο ἀπὸ πολλοῦ καιροῦ τέλειος. Οὗτος δὲ πάλιν ἐκούρευσε τοὺς τεχνίτας, τοὺς ὁποίους ἰάτρευσεν, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω.
Μετὰ ταῦτα ἔκτισε τὰ κελλία καὶ τὴν τράπεζαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας εἶναι τοποθετημέναι εἴκοσι μία πλάκες, ἅπασαι ἐκ λευκοῦ μαρμάρου, καὶ χωρεῖ ἑκάστη δώδεκα ἄνδρας. Ἐπὶ τούτοις ἔκτισε νοσοκομεῖον καὶ ξενοδοχεῖον καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐχρειάζετο. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖ πλησίον δὲν ὑπῆρχε πηγή, ἀνεζήτησεν εἰς διάφορα μέρη τοῦ ὄρους, ἕως ὅτου εὗρεν ὕδωρ ἡδύτατον εἰς τόπον ὑψηλὸν καὶ δύσβατον, μακρὰν τῆς Μονῆς ἕως ἑβδομήκοντα στάδια. Μὲ πολλὴν λοιπὸν κακοπάθειαν ἔσκαψεν ἐκείνους τοὺς ἀποκρήμνους τόπους καὶ ἤνοιξεν αὔλακας, συναθροίσας δὲ ἐκ διαφόρων μικρῶν πηγῶν καὶ πόρων ὕδατα ἔφερεν εἰς τὸν τόπον τοῦ νέου Ἡσυχαστηρίου τόσην ποσότητα ὑδάτων, ὥστε κατένειμεν εἰς ὅλα τὰ διακονήματα, καθὼς φαίνεται ἕως τὴν σήμερον.
Διὰ δὲ τὰ ὑπόλοιπα κτίσματα, ἤτοι παρεκκλήσια, μύλους, κήπους, ἀμπελῶνας, δένδρα τὰ ὁποῖα ἐφύτευσεν ἐκεῖ εἰς τὰ μετόχια, καὶ τὸν ξενῶνα, καὶ ὅσα ἄλλα ἵδρυσεν ὁ Ὅσιος, ἵνα οἱ ἀδελφοὶ προσπορίζωνται τὰ πρὸς τὸ ζῆν, δὲν εἶναι πρέπον νὰ διηγοῦμαι. Καθὼς δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον νὰ διηγηθῇ τις καὶ τὰ τυπικὰ τῆς Ἐκκλησίας ἅτινα ἔγραψε, τοὺς κανόνας καὶ τάξεις, τὰ ὁποῖα παρέδωσεν, ἵνα τηροῦν εἰς τὰς καθημερινὰς Ἀκολουθίας. Διότι τοῦτο εἶναι ἱστορίας ἔργον καὶ οὐχὶ βίου διήγησις. Προσήρχετο δὲ λαὸς πολὺς ἀπὸ πάσης χώρας, ἄλλοι διὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογίαν αὐτοῦ, ἄλλοι διὰ νὰ ἐρωτήσουν εἰς ὅ,τι δὲν ἐγνώριζον. Καὶ ὅλους ὑπεδέχετο καὶ ἐνουθέτει διὰ λόγων ψυχωφελῶν, ὥστε οὐδεὶς νὰ φεύγῃ χωρὶς νὰ ὠφεληθῇ.
Μεγίστην δὲ ἐπιμέλειαν κατέβαλεν ὁ Ὅσιος, ὥστε αἱ ἱεραὶ Ἀκολουθίαι νὰ τελοῦνται θεοπρεπέστατα καὶ ἐν πάσῃ ἀκριβείᾳ, οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα νὰ συνομιλήσῃ ἢ νὰ ἐξέλθῃ τοῦ Ναοῦ, χωρὶς μεγάλην ἀνάγκην, ἐνῷ ἐψάλλετο ἡ Ἀκολουθία, διότι εἶχεν ἔξωθι δύο ἀδελφούς, ἐπὶ τούτῳ ἱσταμένους, οἵτινες ἐξήταζον πάντα ἐξερχόμενον. Καὶ ἐὰν μὲν εἶχε πρόφασιν εὔλογον, ἐπέτρεπον εἰς αὐτόν. Ἄλλως ἀπηγόρευον τὴν ἔξοδον. Ἄλλος ἀδελφὸς πάλιν, ὅταν ἐγίνετο ἀνάγνωσις, ἐξύπνα ὅσους ἐκοιμῶντο. Ἄλλον ἀδελφὸν ἐπρόσταξε νὰ προσέχῃ, ἐὰν δὲν ἔλθῃ κανεὶς ἐξ ἀρχῆς, νὰ ἐρωτᾷ τίς ἦτο καὶ διατὶ δὲν ἦλθεν ἐγκαίρως εἰς τὴν Ἀκολουθίαν.