Τῇ Ε’ (5ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ τοῦ ἐν Ἄθῳ, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἀποκτανθέντων ἓξ μαθητῶν αὐτοῦ.

Οὗτος δὲ ὡς ταπεινόφρων καὶ μισόδοξος ἐσκέπτετο νὰ φύγῃ ἐκεῖθεν, ἔτι δὲ μᾶλλον ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ὁ Ἅγιος Γέρων ἤθελε νὰ κάμῃ αὐτὸν Ἡγούμενον, διότι εἶχεν εἴπει πρὸς ἕνα γνώριμόν του· «ἰδοὺ ὁ διάδοχός μου», ἐννοῶν τὸν Ἀθανάσιον. Δὲν εἶχεν ὅμως εἴπει δι’ ἡγουμενίαν, ἀλλὰ γνωρίσας ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ὅτι ὁ Ἀθανάσιος ἔμελλε νὰ προκόψῃ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ νὰ ἀνέλθῃ εἰς ὕψος θεωρίας καὶ ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ ἔλθῃ ἐπ’ αὐτόν, διὰ ταῦτα ἐπροφήτευσεν ὅτι τοῦ ὁμοίου πρὸς αὐτὸν χαρίσματος ἠξιώθη καὶ ὁ Ἀθανάσιος καὶ ἕνεκα τούτου ἔμελλε νὰ γίνῃ ποιμὴν προβάτων εἰς ἄλλον τόπον καὶ νὰ τὸν εὐλαβοῦνται οἱ ἄνθρωποι.

Ὁ μὲν λοιπὸν θεῖος Μιχαὴλ ἐγήρασε καὶ συχνάκις ἠσθένει, οἱ δὲ προεστώτεροι Μοναχοί, ἐλπίζοντες ὅτι θέλει μείνει προεστὼς ὁ Ἀθανάσιος, μετέβαινον εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἐκολάκευον αὐτόν, ἐπαινοῦντες καὶ θεραπεύοντες, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν ἔκαμνον πρότερον. Ὅθεν, ἐκπλησσόμενος ὁ Ὅσιος διὰ τὰς τοιαύτας κολακείας, ἐπληροφορήθη ἀπὸ ἕνα Μοναχόν, ὅτι ὁ Μιχαὴλ τὸν ὠνόμασε διάδοχον. Διὰ νὰ μὴ γίνῃ λοιπὸν προεστὼς καὶ ἔχῃ φροντίδας, ἔφυγε, χωρὶς νὰ παραλάβῃ τίποτε, εἰμὴ μόνον δύο βιβλία, τὰ ὁποῖα ἔγραψε, τὸ Τετραευάγγελον καὶ τὸν Πραξαπόστολον καὶ τὸ ἱερὸν κουκούλιον τοῦ Ὁσίου Γέροντος αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ἐβάσταζε πάντοτε ὡς ψυχωφελὲς φυλακτήριον. Ἐκεῖθεν δὲ μετέβη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος, διότι εἶχεν ἴδει τοῦτο ἄλλοτε ἐκ τῆς Λήμνου καὶ τοῦ ἐφάνη κατάλληλον δι᾽ ἡσυχαστήριον.

Παρατηρήσας λοιπὸν ὁ Ὅσιος τὸ πλῆθος τῶν Ἀσκητῶν, καὶ βλέπων τὸν ἐρημικὸν καὶ ἀπερίσπαστον βίον, ὃν διῆγον, καθὼς καὶ τὴν πολλήν των σκληραγωγίαν, ἐθαύμαζε καὶ ηὐφραίνετο, διότι εὗρε τὸν τόπον ὃν ἐπεθύμει. Ἐπειδὴ οἱ θαυμάσιοι ἐκεῖνοι πατέρες δὲν εἰργάζοντο τὴν γῆν, δὲν ἔκαμνον συναλλαγήν, δὲν εἶχον τινὰ σωματικὴν μέριμναν, δὲν εἶχον ὑποζύγια ἢ ὀνάρια, οὔτε κελλία ἐκτισμένα, ἀλλὰ κατεσκεύαζον καλύβας μὲ χόρτα καὶ διήρχοντο τὸν βίον των εἰς αὐτὰς ἐν πολλῇ στενοχωρίᾳ τὸν καιρὸν τοῦ θέρους καταφλεγόμενοι ἐκ τῆς θερμότητος τοῦ ἡλίου, καὶ τὸν χειμῶνα κατατρυχόμενοι ἐκ τοῦ δριμυτάτου ψύχους. Ἡ δὲ τροφή των ἦσαν βλαστοὶ δρυὸς ἢ καὶ ὀπωρικά. Καὶ ἄν τις ἔφερεν εἰς αὐτοὺς σῖτον ἢ ὄσπρια, τὸν ἐπλήρωνον μὲ ὀπώρας. Ἀλλὰ τοῦτο σπανίως ἐγίνετο ἕνεκα τῶν ἐπιδρομῶν τῶν βαρβάρων, οἵτινες ὡς ἄσπλαγχνοι ἤρχοντο πολλάκις καὶ ἐφόνευον τοὺς ἀσκητάς.


Ὑποσημειώσεις

[1] Τὶ σημαίνει Λαύρα, ἰδὲ εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου τῶν Ὁσίων Ἀββάδων, τῶν ἐν τῇ Μονῆ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντων, κατὰ τὴν 20ὴν Μαρτίου, «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Τόμος Γʹ ἔκδοσις αʹ σελ. 312, ἔκδοσις βʹ σελ. 315.

[2] Ἤτοι τὸ 961 μ.Χ.

[3] Περὶ τοῦ Νικηφόρου Βʹ τοῦ Φωκᾶ πρόκειται ἐνταῦθα, τοῦ βασιλεύσαντος κατὰ τὰ ἔτη 964-969. Οὗτος ὁ Νικηφόρος ἐφονεύθη, κατόπιν συνωμοσίας παρασκευασθείσης ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ (969-976), εἰς τὴν ὁποίαν συνέπραξε καὶ ἡ ἄπιστος σύζυγος τούτου Θεοφανώ, ἐν τῷ δωματίῳ του καθ’ ἣν ὥραν προσηύχετο.

[4] Ἴσως πρόκειται περὶ τῆς Ἱερισοῦ.