Βλέπων δὲ ὁ εὐλογημένος Ἀβράμιος τὴν Μοναχὴν ἐκείνην, ἥτις τὸν ἀνέτρεφε, νὰ προσεύχεται πολλάκις καὶ νὰ νηστεύῃ, ἐθαύμαζε καὶ ἠρώτα αὐτήν, διατί πράττει ταῦτα. Ἐκείνη δὲ ἀπεκρίνετο· «ἡμεῖς, τέκνον, οἱ φέροντες τοῦτο τὸ ἔνδυμα, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἀγρυπνῶμεν μὲ προσευχὰς καὶ νηστείας, διότι ὁ ἐχθρός μας, ὁ διάβολος, περιπατεῖ, ζητῶν ὡς ἄγριος λέων νὰ καταπίῃ κανένα Χριστιανόν». Ὁ Ἀβράμιος τότε, ἀκούσας ταῦτα, ἐχάρη καὶ ἔκτοτε ἐγκατέλειψε τὰ παιδικὰ καὶ συνέλαβε τὸν θεῖον φόβον, ὅστις εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας, εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ μὲ τὸν φόβον καὶ τὸν πόθον αὐτὸν ἤρχισε νὰ γνωρίζῃ καὶ νὰ βαδίζῃ εἰς τὴν θείαν ὁδόν, ἐνδυναμούμενος μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶχε δὲ νοῦν ὀξὺν καὶ ἐμάνθανε τόσον εὐκόλως τὰ μαθήματα, ὥστε ὁ διδάσκαλος καὶ οἱ συμμαθηταὶ αὐτοῦ τὸν ἐθαύμαζον.
Ὅταν ὁ μακάριος συνεπλήρωσε τοὺς ἑπτὰ χρόνους τῆς ἡλικίας αὐτοῦ, ἐτελεύτησεν ἡ θετὴ μήτηρ του. Εἶχε δὲ πόθον πολὺν νὰ μεταβῇ εἰς τὸ Βυζάντιον διὰ νὰ ἐκμάθῃ τὴν Γραμματικήν. Ὅθεν ὁ Κύριος ἐδώρησεν εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν καρδίαν του. Συνεπάθησε τὸν Ἀβράμιον εἷς εὐνοῦχος τοῦ βασιλέως Ρωμανοῦ τοῦ Γέροντος, ὅστις ἦτο Κουμερκιάριος ἐκεῖ εἰς τὴν Τραπεζοῦντα καὶ βλέπων τὸν παῖδα σώφρονα καὶ φρόνιμον καὶ ὄντως φυτὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν ἠγάπησε καὶ ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὴν βασιλεύουσαν, ἐκεῖ δὲ τὸν ἔστειλεν εἰς ἕνα γνωστικὸν καὶ λόγιον διδάσκαλον καλούμενον Ἀθανάσιον. Ὁ δὲ νέος πολὺν κόπον κατέβαλε, κατὰ τὸν πόθον του καὶ τὴν τοῦ νοὸς δεξιότητα. Ὅθεν εἰς ὀλίγον καιρὸν ἐξεπαιδεύθη θαυμασίως εἰς πολλὰ μαθήματα. Ἀλλὰ παρὰ τὴν φροντίδα τῶν γραμμάτων δὲν παρημέλει τὰ ψυχικὰ καθήκοντα. Ὅσον δὲ ἔτρεφε τὸν νοῦν μὲ τὰ μαθήματα τῆς φιλοσοφίας, τόσον ἐλιμοκτόνει τὴν σάρκα μὲ σκληραγωγίαν καὶ ἐγκράτειαν, σπουδάζων νὰ γίνῃ ἴσος πρὸς τὸν διδάσκαλόν του.
Ἦτο δὲ στρατηγός τις ἐκεῖ εἰς τὸ Βυζάντιον, Ζεβινάζερ ὀνομαζόμενος, ὅστις ἔδωσεν εἰς τὸν υἱόν του ὡς σύζυγον μίαν συγγενῆ τοῦ Ἀβραμίου, ἡ ὁποία συνεβούλευσε τὸν σύζυγόν της νὰ ἔχουν τὸν νέον εἰς τὴν οἰκίαν των, ἀφοῦ ἦτο συγγενής της, διὰ νὰ μὴ ἔχῃ αὐτὸν ξένος. Μὲ πολλὰς λοιπὸν παρακλήσεις ἔστερξεν ὁ Ἀβράμιος καὶ μετέβη πλησίον τῆς συγγενοῦς του, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ τρώγῃ εἰς μίαν τράπεζαν διὰ τὸ ἀσύγχυτον, ἵνα μὴ τὸν βλέπουν ὅτι ἐγκρατεύεται.