Σὺ γινώσκεις πόσον σὲ ἀγαπῶ, καὶ παρήγγειλα εἰς τὸν διδάσκαλόν σου νὰ σὲ διδάξῃ καλῶς τὴν ἐπιστήμην, διὰ νὰ σὲ ἔχω εἰς τὸ παλάτιον. Ὅμως γινώσκομεν καὶ τοῦτο, ὅτι πολλάκις τινὲς ἀπὸ τὸν φθόνον των λέγουν ψεύματα. Διὰ τοῦτο σὲ προσεκάλεσα νὰ ποιήσῃς θυσίαν εἰς τοὺς θεούς, νὰ μάθωμεν τὴν ἀλήθειαν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Τὰ ἔργα, ὦ βασιλεῦ, εἶναι ἀξιοπιστότερα ἀπὸ τὰ λόγια, καθὼς ὅλοι τὸ ἠξεύρομεν καλῶς. Διότι ἐὰν διὰ τὰ μικρὰ πράγματα ἐρευνῶμεν καὶ ἐξετάζωμεν, κατὰ πόσον εἶναι ἀληθῆ καὶ πιστά, πόσον περισσότερον πρέπει νὰ ἐξετάσωμεν ἀκριβῶς περὶ Θεοῦ μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν, ἵνα μὴ ζημιωθῶμεν τὰ μέγιστα. Ὅτι ἡ εἰς τὸν Θεὸν εὐσέβεια εἶναι τὸ ὑψηλότερον ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα. Ὁ Θεὸς λοιπὸν τὸν ὁποῖον ἐγὼ προσκυνῶ καὶ σέβομαι, ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ ὅλον τὸν κόσμον. Αὐτὸς ἀνέστησε νεκρούς, τυφλοὺς ἐφώτισε, λεπροὺς ἐκαθάρισε, παραλύτους ἀνώρθωσε καὶ πάντα ταῦτα τὰ σημεῖα ἐτέλεσε μόνον μὲ λόγον καὶ πρόσταγμα. Οἱ δὲ θεοί, τοὺς ὁποίους σέβονται οἱ Ἕλληνες, δὲν γνωρίζω ἐὰν ἔκαμαν ποτὲ τοιοῦτον ἔργον ἢ ἐὰν δύνανται νὰ τὸ κάμουν. Εἰ δὲ καὶ θέλεις, ὦ βασιλεῦ, ἂς τὸ δοκιμάσωμεν καὶ τώρα, διὰ νὰ μάθῃς τὴν ἀλήθειαν. Πρόσταξε νὰ φέρουν ἀσθενῆ τινα, ὅστις νὰ ἔχῃ πάθος ἀνίατον, καὶ ἂς ἔλθουν οἱ ἱερεῖς σας νὰ παρακαλέσουν τοὺς θεούς των ὅσον θέλουν. Ἔπειτα νὰ δεηθῶ καὶ ἐγὼ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ τὸν Θεὸν εἰς τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἰατρευθῇ ὁ ἀσθενής, αὐτὸν νὰ ὀνομάζωμεν μόνον Θεὸν ἀληθέστατον, τοὺς δὲ λοιποὺς νὰ καταφρονήσωμεν».
Ὁ λόγος οὗτος ἤρεσεν εἰς τὸν βασιλέα· ὅθεν ἐπρόσταξε καὶ ἔφεραν ἕνα παράλυτον, σηκωτὸν μὲ την κλίνην, ὅστις δὲν ἠδύνατο νὰ κινηθῇ ποσῶς ἢ νὰ στρέψῃ ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀλλ’ ἦτο ἀκίνητος. Ἔκαμαν λοιπὸν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων ἀνίερον δέησιν, ἐπικαλούμενοι ὥραν πολλὴν τοὺς ἀναισθήτους θεούς των, αὐτοὶ ὅμως ὡς κωφοὶ καὶ ἄλαλοι δὲν εἰσήκουσαν. Ὁ δὲ Ἅγιος κατεγέλασε τὴν ἀγνωσίαν των. Ἔπειτα, ὅταν εἶδον ὅτι δὲν ἔκαμναν τίποτε, εἶπον πρὸς τὸν Ἅγιον νὰ ἐπικαλεσθῇ καὶ αὐτὸς τὸν Θεόν του. Τότε ἐσήκωσεν ὁ Ἅγιος τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ ὅλην του τὴν διάνοιαν πρὸς τοὺς οὐρανοὺς λέγων τοὺς λόγους τοῦ ψαλμοῦ· «Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου καὶ ἡ κραυγή μου πρὸς σὲ ἐλθέτω. Μὴ ἀποτρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε, ταχὺ εἰσάκουσόν μου. Δεῖξον, Δέσποτα, εἰς τούτους, οἵτινες δὲν σὲ γνωρίζουν, ὅτι σὺ μόνος εἶσαι Θεὸς ἀληθὴς καὶ παντοδύναμος».