Τῇ ΚΖ’ (27ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος καὶ ἰαματικοῦ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ.

Ἵσταντο λοιπὸν πλησίον εἰς τὸν Ἅγιον ὄχι ὡς ἄλογα καὶ ἄγρια ζῷα, ἀλλ’ ὡς λογικὰ καὶ φρόνιμα, μετὰ πολλῆς εὐλαβείας καὶ ἡμερότητος, καὶ σείοντα τὰς οὐρὰς αὐτῶν ἔλειχον μὲ τὰς γλώσσας τοὺς πόδας του, καὶ διηγωνίζοντο ποῖον νὰ ὑπάγῃ ἔμπροσθεν αὐτοῦ νὰ κολακεύσῃ καὶ νὰ προσκυνήσῃ τὸν Μάρτυρα. Ἔπειτα δὲ ἐπαραμέριζεν αὐτό, διὰ νὰ ἔλθῃ τὸ ἄλλο, καὶ ἐὰν δὲν ἤθελε βάλει ὁ Ἅγιος ἐπάνω του τὴν δεξιὰν νὰ τὸ εὐλογήσῃ, δὲν ἔφευγεν. Ὅταν εἶδε λοιπὸν τὸ πλῆθος αὐτὸ τὸ θαυμάσιον, ἐβόησαν ὅλοι μὲ μίαν φωνήν· «Μέγας καὶ ἀψευδὴς Θεὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἂς ἀφεθῇ ἐλεύθερος ὁ δίκαιος».

Ἀλλ’ ὁ ἀσύνετος βασιλεὺς καὶ τῶν θηρίων ὠμότερος ἐθυμώθη, ὅτι δὲν ἐτέλεσαν τὰ θηρία τὸ θέλημά του, καὶ μὴ ὑποφέρων τὸν ἔλεγχον ὅπου τοῦ ἔκαμαν τὰ ἄλογα ζῷα, δείξαντα ὅτι ἐγνώρισαν τὸν ἀληθῆ θεόν, τὸν ὁποῖον αὐτὸς δὲν ἠννόησε, προστάσσει καὶ τὰ ἐφόνευσαν. Ἔκειντο δὲ ταῦτα οὕτω πολλὰς ἡμέρας καὶ δὲν ἐτόλμησε κανὲν ἄλλο θηρίον ἢ πετεινὸν ἀπὸ τὰ σαρκοφάγα νὰ τὰ ἐγγίσῃ. Τοῦτο δὲ ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ τὴν τιμὴν τοῦ Ἁγίου καὶ διὰ νὰ παρακινήσῃ καὶ ἄλλους πρὸς τὴν εὐσέβειαν. Ὁ δὲ ἀφρονέστατος βασιλεύς, ἐντραπεὶς καὶ εἰς αὐτό, ἔστειλεν ἀνθρώπους καὶ τὰ κατέχωσαν εἰς τὴν γῆν. Ἔπειτα προστάσσει νὰ γίνῃ ἕνας τροχός, νὰ τὸν θέσουν εἰς ὑψηλὸν τόπον, νὰ δέσωσιν εἰς αὐτὸν τὸν Ἅγιον, καὶ νὰ κυλίσουν τὸν τροχὸν πρὸς τὸν κατήφορον, ἵνα συνθλίψῃ καὶ συντρίψῃ εἰς λεπτὰ μέρη τὸν Μάρτυρα. Τοῦτο ἐσυμβούλευσαν τὸν βασιλέα τινὲς τεχνῖται εὑρεταὶ τῆς κακίας καὶ πρὸς τὸ βλάπτειν ἕτοιμοι. Ἀλλ’ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, ὅστις δὲν ἀφήνει νὰ κακοπαθήσουν οἱ δοῦλοί του, ἐπέστη πάλιν ἐπάνω εἰς τὴν μεγάλην ταύτην ἀνάγκην, ὅπου εἶχον δεδεμένον τὸν Ἅγιον εἰς τὸν φοβερὸν ἐκεῖνον τροχόν, ἵστατο δὲ ὅλη ἡ πόλις ἐπὶ ποδὸς νὰ ἴδωσι τὸν ἄδικον καὶ σκληρότατον τοῦ δικαίου θάνατον. Καὶ τὸν μὲν Ἅγιον ἔλυσεν ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ ἵστατο ἀβλαβής, δοξάζων καὶ εὐλογῶν τὸν Θεόν, ὁ δὲ τροχὸς ἐκύλισεν ἐπάνω τῶν ἀπίστων, καὶ πολλοὺς ἐξ αὐτῶν ἐθανάτωσεν. Οἱ δὲ λοιποὶ ἐφοβήθησαν.

Ταῦτα βλέπων ὁ βασιλεὺς ἐθαύμασε, πλὴν ἀπὸ τὴν πολλὴν κακίαν του δὲν ἠδύνατο νὰ δεχθῇ τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας, ἀλλ’ ἔμεινεν ὁ αὐτὸς ὡς καὶ πρότερον, καὶ ἐκάλεσε πλησίον του τὸν Ἅγιον καὶ τοῦ λέγει· «Ἕως πότε θὰ κάμνῃς τοιαῦτα τερατουργήματα, καὶ ἄλλους μὲν θανατώνεις ἀπὸ τὸν λαόν μου, ἄλλους δὲ κάμνεις νὰ γίνωνται ἐχθροὶ τῶν θεῶν καὶ τῆς βασιλείας μου; Εἰπέ μας ἀπὸ τίνα ἔμαθες τὸν Χριστιανισμόν;».


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε περὶ αὐτῶν ἐν σελίδι 501 τοῦ ἀνὰ χεῖρας Τόμου