Τῇ ΚΖ’ (27ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος καὶ ἰαματικοῦ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ.

Θέλων ἔπειτα ὁ βασιλεὺς νὰ δείξῃ, ὅτι λυπεῖται τὸν Ἅγιον, καὶ διὰ νὰ τὸν κάμῃ νὰ δειλιάσῃ, εἶπεν εἰς αὐτόν· «Βλέπεις αὐτὰ τὰ θηρία; ὅλα διὰ τὴν ἀπώλειάν σου τὰ ἔφεραν, καὶ ἰδέ, λυπήσου τὸν ἑαυτόν σου. Διότι ἐγώ, μάρτυρες οἱ θεοί, σὲ λυποῦμαι ποὺ διὰ τὴν νεότητα καὶ ὡραιότητά σου, καὶ σὲ συμβουλεύω, ὡς πατήρ, νὰ προτιμήσῃς ὡς φρόνιμος τὸ συμφέρον σου, νὰ μὴ ἀποθάνῃς προώρως πικρότατον θάνατον, καὶ ὑστερηθῇς τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον ζωήν». Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Ἐὰν πρότερον δὲν σὲ ἤκουσα, πῶς ἐλπίζεις νὰ κάμω τώρα τὸ θέλημά σου, ὅταν εἶδον ἀπὸ τὸν Θεόν μου τοσαύτην βοήθειαν; Μὴ τὸ βάλῃς ποτὲ εἰς τὸν νοῦν σου, ἐγὼ νὰ κάμω θυσίαν ποσῶς εἰς τοὺς δαίμονας. Τί μὲ ἀπειλεῖς μὲ τὰ θηρία σου; Ἐκεῖνος ὅστις ἐξήρανε τὰς χεῖρας τῶν στρατιωτῶν σου καὶ ἐψύχρανε τὸν πεπυρακτωμένον μόλυβδον, καὶ τὴν θάλασσαν ἐξήρανεν, αὐτὸς καὶ τώρα δύναται νὰ κάμῃ τὰ φοβερὰ ταῦτα θηρία νὰ γίνουν ἡμερώτερα προβάτων». Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἐπείθετο ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς νὰ κάμῃ τὸ πρόσταγμα τοῦ τυράννου, ἀλλὰ προέκρινε νὰ παραδοθῇ μᾶλλον εἰς ἐκεῖνα τὰ αἰσθητὰ θηρία παρὰ νὰ προσκυνήσῃ τὰ νοητὰ θηρία, τοὺς δαίμονας, ἔδωκε κατ’ αὐτοῦ τὴν ἀπόφασιν ὁ βασιλεύς, ἐὰν ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν δὲν κάμῃ τὸν λόγον του, νὰ τὸν ρίψουν εἰς αὐτὰ ἵνα τὸν φάγωσιν.

Ἠκούσθη λοιπὸν εἰς ὅλην τὴν πόλιν, καὶ ἔδραμον ἅπαντες, νὰ ἴδωσι τοιοῦτον ὡραιότατον καὶ εὐγενῆ νεανίαν, ὅστις ἔμελλε νὰ γίνῃ βορὰ τῶν θηρίων χωρὶς νὰ πράξῃ κανὲν ἔγκλημα. Ὅταν λοιπὸν ἐσυνάχθησαν εἰς τὸ θέατρον καὶ ἐκάθισεν ὁ βασιλεὺς εἰς τόπον ὑψηλὸν διὰ νὰ βλέπῃ, ἔσυραν οἱ ὑπηρέται τὸν Ἅγιον διὰ νὰ τὸν ρίψουν εἰς τὰ θηρία. Αὐτὸς δὲ σχῆμα δειλίας κανὲν δὲν ἔδειξεν, ἀλλ’ ἐπῆγε μετὰ θάρρους, ἐπειδὴ ἔβλεπε πάλιν τὸν Χριστὸν εἰς τὸ σχῆμα τοῦ Ἑρμολάου καθὼς καὶ πρότερον, καὶ τὸν ἐνεθάρρυνε λέγων ὅτι εἶναι μαζί του καὶ νὰ μὴ φοβῆται. Ὅταν λοιπὸν ἔρριψαν τὸν Ἅγιον εἰς τὸ θέατρον, καὶ ἀπέλυσαν ὅλα τὰ θηρία, ἐπερίμενον οἱ εὑρεθέντες νὰ ἴδωσιν αὐτὸν διαμελιζόμενον ὑπ’ αὐτῶν καὶ σπαρασσόμενον. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἰς τοιαύτην κακίαν ἔκλινεν ὁ κόσμος, ὥστε ὑπερέβησαν οἱ ἄνθρωποι ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὰ ἄλογα ζῷα εἰς ἀγνωσίαν, διότι δὲν ἐπροσκυνοῦσαν τὸν Θεόν, ὅστις τοὺς ἐδημιούργησεν, ἀλλὰ τοὺς ἀκαθάρτους δαίμονας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὰ ἄγρια θηρία εἰς τὴν ἀγριότητα καὶ ὠμότητα, διότι ἐτιμώρουν καὶ κατέσφαττον ἐκείνους, οἵτινες τὸν ἐσέβοντο, διὰ τοῦτο ὁ Θεός, ὅστις μετασκευάζει τὰ πάντα ὡς βούλεται, ᾠκονόμησε νὰ φανῇ εἰς τὰ ἄλογα καὶ ἄγρια θηρία ὅλον τὸ ἐναντίον, νὰ γίνουν δηλαδὴ ὥσπερ λογικά, νὰ μιμηθοῦν τὴν ἡμερότητα τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ γίνουν μάρτυρες ἀψευδεῖς τῆς κακίας τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητος.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε περὶ αὐτῶν ἐν σελίδι 501 τοῦ ἀνὰ χεῖρας Τόμου