Τῇ ΚΖ’ (27ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος καὶ ἰαματικοῦ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ.

Οἱ δὲ ἰατροὶ πάντες τῆς πόλεως ἐφθόνησαν βλέποντες τοιαῦτα θαυμάσια. Ἡμέραν τινὰ καθήμενοι εἰς τὴν ἀγοράν, ἐπέρασεν ἀπ’ ἐκεῖ ὁ πρῴην τυφλός, τὸν ὁποῖον ὁ Ἅγιος ἐθεράπευσε, ὡς δὲ τὸν εἶδον ἐταράχθησαν λέγοντες· «Δὲν εἶναι αὐτὸς τὸν ὁποῖον ἐδοκιμάσαμεν ἡμεῖς μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ δὲν ἠδυνήθημεν νὰ τὸν ἰατρεύσωμεν;». Καὶ ἐρωτήσαντες αὐτόν, εἶπεν, ὅτι ὁ Παντολέων τὸν ἐθεράπευσεν. Οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· «Ὄντως καθὼς εἶναι ὁ διδάσκαλος μέγας, οὕτως ἀνέδειξε καὶ μαθητὴν θαυμάσιον». Εἶπον δὲ τοῦτο, ὡς προφητεύοντες ἄκοντες τὸν Χριστόν. Πλὴν ἀπὸ τότε τὸν ἐφθόνησαν περισσότερον, καὶ ἐζήτουν αἰτίαν νὰ τὸν διαβάλουν εἰς τὸν βασιλέα.

Εὗρον λοιπὸν Χριστιανόν τινα ἀπὸ τοὺς ὁμολογητάς, τοὺς ὁποίους ἐτιμώρει ὁ ἀσεβὴς Μαξιμιανὸς διὰ τὴν πίστιν, ὁ δὲ Παντολέων τὸν ἐπεμελεῖτο καὶ τὸν ἐθεράπευσεν. Ἔδραμον ὅθεν εὐθὺς καὶ εἶπον εἰς αὐτόν· «Μεγαλειότατε, γίνωσκε ὅτι ὁ Παντολέων, τὸν ὁποῖον ἀγαπᾷς τόσον, καὶ ἐσπούδασε διὰ νὰ γίνῃ τέλειος ἰατρός, διὰ νὰ τὸν ἔχῃς βοήθειαν εἰς καιρὸν ἀνάγκης, τώρα οὔτε τὴν μεγάλην δύναμιν καὶ ἐξουσίαν τῆς βασιλείας σου φοβεῖται, οὔτε διὰ τὴν φιλίαν καὶ τὴν ἀγάπην αὐτῆς τὸν μέλει ποσῶς, ἀλλὰ περιέρχεται καὶ ζητεῖ τοὺς ἐχθροὺς τῶν θεῶν, τοὺς ὁποίους τιμωρεῖ καὶ διώκει πρεπόντως ἡ βασιλεία σου, αὐτὸς δὲ ὅπου εὕρει τινά, τὸν ἐπιμελεῖται καὶ τὸν θεραπεύει. Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ ὅτι ἠρνήθη τὴν πάτριον θρησκείαν αὐτοῦ καὶ πιστεύει εἰς τὸν ἐσταυρωμένον, ἀλλὰ καὶ ἄλλους Ἕλληνας ὅσους δυνηθῇ σπουδάζει νὰ τοὺς κάμῃ Χριστιανούς. Ἡμεῖς λοιπὸν οἱ δοῦλοι σου, ὡς πιστοὶ ποὺ εἴμεθα τῆς βασιλείας σου, σὲ συμβουλεύομεν νὰ τὸν ἐξαγάγῃς ἀπὸ τὸ μέσον τὸ γρηγορώτερον. Διότι ὕστερον θέλεις λυπηθῆ πολὺ δι’ αὐτόν, ὅταν ἴδῃς πολλοὺς Ἕλληνας νὰ ἀρνοῦνται τοὺς θεοὺς καὶ νὰ γίνωνται Χριστιανοὶ μὲ τὰς εὐεργεσίας του, τὰς δὲ ἰάσεις καὶ θεραπείας τοῦ Ἀσκληπιοῦ νὰ λέγουν, ὅτι ὁ Χριστὸς τὰς ἐργάζεται· καὶ ἂν θέλῃς νὰ μάθῃς τὴν ἀλήθειαν, πρόσταξε νὰ ἔλθῃ ἐδῶ ὁ τυφλός, τὸν ὁποῖον ἰάτρευσεν ὁ Παντολέων, νὰ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸν ἴδιον ὅσα εἰς σὲ εἴπομεν».

Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεὺς ἐλυπήθη, καὶ προστάσσει νὰ φέρουν εὐθὺς τὸν πρῴην τυφλόν. Ὅταν δὲ τὸν ἔφεραν, τὸν ἐπρόσταξε νὰ εἴπῃ μὲ τί τρόπον ὁ Παντολέων τὸν ἐθεράπευσεν. Αὐτὸς δέ, χωρὶς φόβον ἢ δειλίαν τινά, ὡμολόγησε τὴν ἀλήθειαν λέγων· «Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ ἰάτρευσε καὶ τὸ θαυμασιώτερον, ὅτι πρὶν τελειώσῃ τὸν λόγον, ἠνεῴχθησαν οἱ ὀφθαλμοί μοι διὰ νὰ μὴ ἔχῃ τις νὰ εἴπῃ ὅτι μὲ τέχνην τῆς ἰατρικῆς μὲ ἐθεράπευσεν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε περὶ αὐτῶν ἐν σελίδι 501 τοῦ ἀνὰ χεῖρας Τόμου