Ταῦτα διανούμενος ὁ Ἑρμόλαος ἤθελε νὰ δοκιμάσῃ ἐὰν δύναται νὰ σαγηνεύσῃ τὸν Παντολέοντα· ἀνοίξας λοιπὸν τὴν θύραν τοῦ οἴκου, τὸν ἐκάλεσε νὰ εἰσέλθῃ ἵνα τοῦ ὁμιλήσῃ. Ἀφοῦ εἰσῆλθε, τὸν ἠρώτησε διὰ τὸ γένος καὶ τὸ σέβας αὐτοῦ. Ὁ δὲ νέος εἶπεν εἰς αὐτὸν πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, ὅτι ἡ μήτηρ του ἦτο χριστιανή, ὁ δὲ πατήρ του εἰδωλολάτρης. Λέγει ὁ Ἑρμόλαος· «Ἀλλὰ σύ, τέκνον, ποίαν θρησκείαν ἀγαπᾷς καλλίτερα;». Ὁ δὲ εἶπεν· «Ὅταν ἔζη ἡ μήτηρ μου, μὲ ἐνουθέτει καθ’ ἑκάστην νὰ γίνω χριστιανός, τὸ ὁποῖον ἐπόθουν καὶ ἐγώ. Ἀφ᾽ ὅτου ὅμως ἐτελεύτησεν ἡ μήτηρ μου καὶ ἔμεινα μόνος μὲ τὸν πατέρα μου, αὐτὸς μὲ ἀναγκάζει νὰ μένω εἰς τὴν θρησκείαν του, καὶ μελετᾷ νὰ μὲ τιμήσῃ εἰς τὰ βασίλεια». Καὶ ὁ Ἑρμόλαος· «Τίνα ἐπιστήμην μανθάνεις, τέκνον μου;». Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Τὴν ἰατρικήν, τίμιε γέρον, τὴν ὁποίαν διδάσκει ὁ Ἀσκληπιός, ὁ Ἱπποκράτης, ὁ Γαληνός, καὶ ἄλλοι σοφοί. Αὕτη ἡ τέχνη ἤρεσεν εἰς τὸν πατέρα μου ἀπὸ ὅλας· ἀλλὰ καὶ ὁ διδάσκαλός μου μὲ πληροφορεῖ, ὅτι ἐὰν γίνω τέλειος ἰατρός, δὲν θέλει εὑρεθῆ κανὲν πάθος ἢ ἀσθένεια, τὴν ὁποίαν νὰ μὴ δυνηθῶ νὰ θεραπεύσω».
Τότε ὁ Ἑρμόλαος, εὑρίσκων καιρὸν κατάλληλον, εἶπεν εἰς αὐτόν· «Πίστευσόν μοι, ὦ νεανία, ὅτι ἡ τέχνη τοῦ Ἀσκληπιοῦ, τοῦ Γαληνοῦ, καὶ τῶν λοιπῶν σοφῶν ἰατρῶν, τοὺς ὁποίους λέγεις, μικρὰν βοήθειαν δύναται νὰ δώσῃ εἰς ἐκείνους ποὺ τὴν σπουδάζουν. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ θεοί, τοὺς ὁποίους ὁ Μαξιμιανὸς προσκυνεῖ, δὲν εἶναι ἄλλο τι ἢ μῦθοι ψευδεῖς, καὶ τοὺς πιστεύουν οἱ ἄφρονες. Ὁ δὲ ἀληθὴς Θεὸς εἶναι Εἷς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἰς τὸν ὁποῖον, ἐὰν πιστεύσῃς ἐξ ὅλης καρδίας σου, θέλεις ἰατρεύει πᾶσαν νόσον χωρὶς κανὲν ἰατρικὸν βότανον, μόνον μὲ τὴν χάριν ἐκείνου, ὅστις ἐκαθάρισε, λεπρούς, δαιμονιῶντας ἐθεράπευσεν, αἱμορροίας καὶ ἕτερα δυσίατα πάθη ἰάτρευσε, καὶ ἁπλῶς εὐκολώτερον ἤθελε μετρήσει τις τὴν ἄπειρον ἄμμον τῆς θαλάσσης καὶ τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ, παρὰ τοῦ Χριστοῦ τὰ θαυμάσια. Ἀλλὰ καὶ τώρα καθ’ ἑκάστην εὑρίσκεται πλησίον τῶν δούλων του καὶ τοὺς βοηθεῖ, καὶ κάμνουν σημεῖα καὶ τέρατα μεγαλύτερα, ἀπὸ ὅσα ἐκεῖνος ἐτέλεσε. Μετὰ δὲ ταῦτα τοὺς κάμνει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του».