Τοῦτο εἶπεν ὁ Ἅγιος διὰ τὴν χάριν, ὅπου ἔλαβεν εἰς τὴν ψυχὴν διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, οὕτω δὲ ἔκρυψε κατὰ το παρὸν τὴν ὑποθεσιν. Πλὴν ὅμως εἶχε μεγάλην φροντίδα μὲ ποῖον τρόπον νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ τὸν πατέρα του, λέγει ὅθεν εἰς αὐτόν· «Διατί, πάτερ, ὅσα εἴδωλα ἔγιναν ἐξ ἀρχῆς ὄρθια, ποτὲ δὲν ἐκάθισαν, καὶ πάλιν ὅσα ἔγιναν καθήμενα, ποτὲ δὲν ἐσηκώθησαν;». Ὁ δὲ Εὐστόργιος, μὴ ἔχων τί νὰ ἀποκριθῇ, ἤρχισεν ὀλίγον κατ᾽ὀλίγον καὶ ἐψυχραίνετο ἡ πολλή του εὐλάβεια, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς αὐτά, καὶ δὲν ἐθυσίαζεν ὡς τὸ πρότερον. Ὁ δὲ Ἅγιος βλέπων ταῦτα ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, δεόμενος αὐτοῦ ἀκαταπαύστως νὰ φωτίσῃ τὸν πατέρα του νὰ λυτρωθῇ τελείως ἀπὸ τὴν πλάνην τῆς ἀγνωσίας τὸ συντομώτερον. Ἐσκέπτετο δὲ νὰ συντρίψῃ τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα εἶχον εἰς τὸν οἶκόν των. Ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ λυπήσῃ τὸν πατέρα του δὲν τὸ ἔκαμεν. Μόνον ἔλεγε· «Κάλλιον νὰ τὸν πείσω μὲ λόγους νὰ πιστεύσῃ εἰς τὸν Χριστόν, καὶ τότε θέλει τὰ συντρίψει καὶ μόνος του». Τοῦτο δὲ καὶ ἔγινε τελικῶς μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπακούσας τῆς δεήσεως αὐτοῦ ᾠκονόμησε μὲ τρόπον ἐπιτήδειον καὶ ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὴν εὐσέβειαν διά τινος θαυματουργίας, τὴν ὁποίαν ἀκούσατε.
Ἔφερόν ποτε τυφλόν τινα εἰς τὸν οἶκον τοῦ Εὐστοργίου καὶ κρούσαντες τὴν θύραν οἱ συγγενεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἠρώτησαν ἐὰν ἦτο ἐκεῖ ὁ Παντολέων ὁ ἰατρός. Ὁ δὲ Ἅγιος, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐκάλεσε τὸν πατέρα του καὶ ἐξελθόντες ἀμφότεροι ἠρώτησαν τὸν τυφλὸν τί ζητεῖ. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Τὸ φῶς μου ποθῶ, ἄριστε ἰατρέ, ἀπὸ τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ἄλλο πρᾶγμα διὰ τοὺς ἀνθρώπους γλυκύτερον, καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ λυπηθῇς τὴν συμφορὰν καὶ ταλαιπωρίαν μου, νὰ μὲ ἐλεήσῃς τὸν ἄθλιον, ὅτι πολλοὶ ἰατροὶ ὑπεσχέθησαν νὰ μὲ θεραπεύσουν, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθησαν, μόνον ἐδαπάνησα τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰ φάρμακα καὶ δὲν εἶδον κανὲν ὄφελος. Μάλιστα καὶ τὸ ὀλίγον φῶς, ὅπου εἶχον, τὸ ἔχασα, καὶ ἔμεινα ὄχι μόνον τυφλός, ἀλλὰ καὶ πένης ὁ ἄθλιος». Ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ λέγει· «Ἐπειδὴ εἰς τοὺς ἰατροὺς ἐδαπάνησας ὅλον τὸν βίον σου καὶ ὄφελος δὲν σοῦ ἔκαμαν, ἐὰν σὲ θεραπεύσω ἐγώ, τί θὰ μοὶ δώσῃς;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ὅ,τι ἔμεινεν ἀπὸ τὴν περιουσίαν μου, μετὰ χαρᾶς καὶ πάσης προθυμίας σοῦ τὸ χαρίζω». Ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ λέγει· «Τοὺς μὲν ὀφθαλμούς σου θέλει θεραπεύσει ὁ ἀληθὴς Θεὸς δι’ ἐμοῦ, τὸν δὲ μισθὸν τῆς ἰατρείας, τὸν ὁποῖον μοὶ ὑπεσχέθης, ὕπαγε διαμοίρασέ τον εἰς τοὺς πένητας.