Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν ὀκτὼ ἔτη, ἀπῆλθεν ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον ὁ κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ὀνομαστὸς Βασίλειος καὶ ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον, γενόμενος κοινὴ ὑπόθεσις πένθους καὶ εἰς τὴν πατρίδα του καὶ εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην. Ἡ δὲ ἀδελφή μας Μακρῖνα, ἀκούσασα ἀπὸ μακρόθεν τὴν θλιβερὰν εἴδησιν τοῦ θανάτου του, ἐλυπήθη μὲν κατὰ τὴν ψυχὴν διὰ τὴν τοσαύτην ζημίαν· διότι πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ αἰσθανθῇ καὶ ἐκείνη, ἥτις ἦτο ἀδελφή, τὸ πάθος τῆς λύπης, τὸ ὁποῖον καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ ἐχθροὶ τῆς ἀληθείας τὸ ἠσθάνθησαν; ὅμως δὲν κατέπεσε τελείως, ἀλλ’ ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα τὴν συμφοράν. Καὶ καθὼς ὁ χρυσὸς δοκιμάζεται εἰς διάφορα χωνευτήρια, διὰ νὰ καθαρισθῇ ἀπὸ κάθε ρύπον καὶ σκωρίαν καὶ νὰ μείνῃ τελείως καθαρός, τοιουτοτρόπως καὶ ἡ Μακρῖνα ἐδοκιμάσθη μὲ τὰς διαφόρους προσβολὰς τῶν λυπηρῶν, καὶ ἀνεδείχθη ἀπὸ κάθε μέρος τὸ γνήσιον καὶ ἀκατάσειστον τῆς ψυχῆς της· πρῶτον μὲ τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ Ναυκρατίου, δεύτερον μὲ τὸν χωρισμὸν τῆς μητρός, καὶ τρίτον ὅταν ἐχωρίσθη ἀπὸ τὴν ζωὴν τὸ κοινὸν καλὸν τοῦ γένους, ὁ Μέγας, λέγω, Βασίλειος· ὅθεν ἔμεινεν ὡς ἕνας ἀθλητὴς ἀκαταγώνιστος, χωρὶς νὰ καταπέσῃ εἰς καμμίαν προσβολὴν τῶν συμφορῶν.
Ἀφοῦ δὲ ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπέθανε καὶ παρῆλθον ἐννέα μῆνες, ἐσυνάχθη εἰς τὴν Ἀντιόχειαν τοπικὴ Σύνοδος, εἰς τὴν ὁποίαν ἔλαβον μέρος καὶ ἐγὼ ὁ Γρηγόριος, καὶ ἀφοῦ διελύθη ἡ Σύνοδος καὶ ἐπέστρεψαν ὅλοι οἱ Ἀρχιερεῖς ἕκαστος εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, προτοῦ νὰ παρέλθῃ ὁ χρόνος, μοῦ ἦλθε λογισμὸς νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἀδελφήν μου Μακρῖναν, ἐπειδὴ ἐπέρασεν ἐν τῷ μεταξὺ πολὺς καιρός, ὅπου δὲν ἐπῆγα νὰ τὴν ἐπισκεφθῶ, ἐμποδιζόμενος ἀπὸ τὰ περιστατικὰ τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους ἐδοκίμαζον ἀπὸ τοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς Ἀρειανῆς αἱρέσεως, ἀριθμῶν δὲ τὸν καιρόν, εὗρον, ὅτι ἦσαν περασμένα ὀκτὼ ἔτη, ὅπου δὲν τὴν ἐπεσκέφθην.
Ἐκίνησα λοιπὸν διὰ νὰ ὑπάγω, καὶ ἀφοῦ ἐπεριπάτησα πολὺ διάστημα ὁδοῦ καὶ ἤμην μακρὰν ἀπὸ τὴν ἀδελφὴν ἕως μιᾶς ἡμέρας διάστημα, εἶδον ἕνα ὄνειρον, τὸ ὁποῖον μοὶ ἐδείκνυε λυπηρὰς ἐλπίδας διὰ τὸ μέλλον· διότι μοῦ ἐφαίνετο εἰς τὸ ὄνειρόν μου, ὅτι ἐκράτουν εἰς τὰς χεῖράς μου λείψανα Μαρτύρων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξήρχετο τόση λάμψις, ὅση ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν καθαρὸν καθρέπτην, ὅταν τεθῇ ἀπέναντι εἰς τὸν ἥλιον· ὥστε ἐξήστραπτον ἀπὸ τὴν λάμψιν οἱ ὀφθαλμοί μου. Τὸ ὄνειρον αὐτὸ τὸ εἶδον τρεῖς φορὰς τὴν αὐτὴν νύκτα ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσα νὰ καταλάβω τί ἐδηλοῦσε, μόνον ἔβλεπον μίαν λύπην εἰς τὴν ψυχήν μου καὶ ἐπαρατηροῦσα νὰ ἰδῶ ἀπὸ τὰ πράγματα τὴν ἔκβασιν τοῦ φανέντος ὀνείρου.