Τὸ εἶδος τοῦ παρόντος, λόγου, ὅσον μὲν ἀπὸ τὴν ἐπιγραφήν φαίνεται, εἶναι ἐπιστολή, τὸ δὲ πλῆθος τῶν λεγομένων ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἐπιστολῆς, καὶ ἐκτείνεται εἰς διήγησιν καὶ συγγραφὴν βίου, διότι ἐνθυμεῖσαι, ἀδελφὲ Ὀλύμπιε, τὴν συνομιλίαν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν ἐκάμαμεν μεταξύ μας, ὅταν ἐγὼ σὲ συνήντησα εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ὅπου ἤθελες νὰ ὑπάγῃς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ προσκυνήσῃς τοὺς ἱεροὺς τόπους. Ἀφοῦ δὲ ἐκινήθησαν μεταξύ μας λόγοι πολλοὶ διὰ τοὺς ὁποίους ἔδιδε τὰς αἰτίας ἡ ἰδική σου σύνεσις, ἦλθεν ὁ λόγος καὶ εἰς ἐνθύμησιν τῆς ἐναρέτου πολιτείας τῆς μακαρίας Μακρίνης, τῆς ὁποίας ἡ διήγησις δὲν εἶχε τὴν πληροφορίαν ἀπὸ ἀκοὴν ἄλλων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πεῖραν αὐτὴν καὶ δοκιμήν, καθ’ ὅσον αὐτὴ ἦτο ἀδελφή μου ἀπὸ τοὺς αὐτοὺς γονεῖς γεννημένη καὶ πρωτότοκος. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ σὺ ἔκρινας κέρδος ψυχῆς τὴν διήγησιν ταύτην, διὰ νὰ μὴ λησμονηθῇ ὁ Βίος της καὶ κρυφθῇ ἀπὸ τὴν σιωπὴν ὡς ἀνωφελής, αὐτὴ ὅπου ἀνέβη εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς μὲ τὴν ἄσκησιν, διὰ τοῦτο νομίζω, ὅτι εἶναι καλὸν νὰ πεισθῶ εἰς τὴν παρακίνησίν σου καὶ μὲ ὀλιγολογίαν νὰ διηγηθῶ τὸν ὑποδειγματικὸν Βίον της, μὲ ἁπλῆν καὶ ἀνεπιτήδευτον διήγησιν.
Ἡ παρθένος αὕτη ὠνομάσθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας Μακρῖνα καὶ αὐτὸ ἦτο τὸ ὄνομα ὅπου εἶχεν εἰς το φανερόν· ἄλλο δὲ ὄνομα εἶχεν εἰς τὸ κρυπτόν, μὲ τὸ ὁποῖον ἐπωνομάσθη προτοῦ ἀκόμη νὰ γεννηθῇ, ἀπὸ θείαν ὀπτασίαν διότι ἡ μήτηρ ἡμῶν Αἰμιλία ἦτο πολλὰ ἐνάρετος, καὶ ἐποθοῦσε νὰ φυλάξῃ παρθενίαν καὶ νὰ διέλθῃ ζωὴν ἄμεμπτον· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔμεινεν ὀρφανὴ ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα, καὶ ἦτο πολλὰ ὡραία, καὶ ἡ φήμη τοῦ κάλλους της ἐπαρακινοῦσε πολλοὺς νὰ τὴν νυμφευθοῦν, καὶ ἀνίσως δὲν ἐνυμφεύετο μὲ κανένα ἄνδρα θεληματικῶς, ἐκινδύνευε νὰ πάθῃ κανένα σατανικὸν πρᾶγμα καὶ νὰ τὴν ἁρπάσῃ κανένας ἀπὸ ἐκείνους ὅπου ἦσαν τετρωμένοι εἰς τὸ κάλλος της, διὰ τοῦτο ἔστερξε νὰ λάβῃ ἄνδρα τὸν πλέον σεμνότερον εἰς τὴν ζωήν, τὸν Βασίλειον, λέγω, τὸν πατέρα μας, διὰ νὰ τὸν ἔχῃ φύλακα τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωφροσύνης της.