Ὁ κατὰ πλάτος Βίος καὶ πολιτεία τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΜΑΚΡΙΝΗΣ ἀδελφῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, συγγραφεὶς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης τοῦ αὐταδέλφου αὐτῆς καὶ ἀποσταλεὶς πρὸς Ὀλύμπιον Μοναχόν· ἤδη δὲ μεταφρασθεὶς εἰς τὸ ἁπλοῦν παρὰ Νικοδήμου Ἁγιορείτου.

διότι εἰς τὴν πολιτείαν των δὲν ἐφαίνετο οὔτε θυμός, οὔτε φθόνος, οὔτε μῖσος, οὔτε ὑπερηφάνεια, οὔτε ἄλλο κανὲν τοιοῦτον πάθος· οὔτε εὑρίσκετο εἰς αὐτὰς καμμία ἐπιθυμία τῶν ματαίων πραγμάτων, τιμῆς, λέγω, δόξης, τύφου καὶ τῶν ἄλλων ὁμοίων· ἀλλ’ ἡ ἐγκράτεια ἦτο εἰς αὐτὰς τρυφή· τὸ νὰ μὴ γνωρίζωνται ἀπό τινα, ἦτο δόξα· πλοῦτος ἦτο ἡ ἀκτημοσύνη καὶ τὸ νὰ ἀποτινάξουν ὡς μίαν κόνιν κάθε ὑλικὸν πρᾶγμα.

Ὅλα τὰ σπουδαζόμενα, ἔργα τῆς παρούσης ζωῆς ἦσαν εἰς αὐτὰς πάρεργα, ἔργον δὲ ἦτο μόνον ἡ μελέτη τῶν θείων, ἡ παντοτεινὴ προσευχὴ καὶ ἡ ἀκατάπαυστος ψαλμῳδία, γινομένη ἐξ ἴσου εἰς τὸ διάστημα τῆς νυκτὸς καὶ εἰς τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας· ὥστε τὸ αὐτὸ ἦτο εἰς αὐτὰς ἐργόχειρον ὁμοῦ καὶ ἀνάπαυσις. Τίς λόγος ἠμπορεῖ νὰ παραστήσῃ τὴν τοιαύτην πολιτείαν, ἡ ὁποία ἦτο ὡς ἕνα μεθόριον μεταξὺ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καὶ τῆς ἀγγελικῆς; διότι τὸ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη ἡ Μακρῖνα καὶ ἡ μήτηρ μας, τοῦτο ἦτο ἀνώτερον ἀπὸ τὴν φυσικὴν κατάστασιν τῶν ἀνθρώπων, τὸ δὲ νὰ ἔχουν σῶμα καὶ νὰ ζοῦν μὲ τὰς αἰσθήσεις, τοῦτο ἦτο κατώτερον ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴν φύσιν. Τάχα δέ τις ἤθελε τολμήσει νὰ εἰπῇ, ὅτι οὔτε κατὰ τοῦτο ἦσαν κατώτεραι, διότι ἂν καὶ ἦσαν συνδεδεμέναι μὲ τὸ σῶμα, ὅμως καθ’ ὁμοιότητα τῶν ἀσωμάτων Ἀγγέλων δὲν ἐφέροντο κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σώματος, ἀλλ’ ἦτο ἡ ζωή των ἀνωφερὴς καὶ ὑψηλή, συνυψουμένη μὲ τὰς οὐρανίους δυνάμεις.

Εἰς τοιαύτην λοιπὸν πολιτείαν παρῆλθον ἔτη πολλά, καὶ μαζὶ, μὲ τὰ ἔτη ηὔξανον καὶ αἱ ἀρεταί των καὶ πάντοτε ἐπρόκοπτον εἰς το ὑψηλότερον μὲ προσθήκας νέων ἀρετῶν. Εἰς τὸν μέγαν τοῦτον σκοπὸν τῆς ζωῆς τῆς Μακρίνης ὑπηρέτει ἐξαιρέτως ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν Πέτρος, τελευταῖος υἱὸς τῆς μητρός μας, ὁ ὁποῖος, εὐθὺς ὡς ἐγεννήθη, ὠνομάσθη καὶ ὀρφανός, διότι ἀπεβίωσεν ὁ πατήρ μας· ἀλλ’ ἡ μεγαλυτέρα μας ἀδελφὴ Μακρῖνα τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν ἐπαιδαγώγησε μὲ τὴν ὑψηλοτέραν παιδαγωγίαν, διότι ἐγύμνασεν αὐτὸν ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας τόσον πολὺ εἰς τὰ ἱερὰ μαθήματα, ὥστε δὲν ἔδωκεν εὐκαιρίαν εἰς τὴν ψυχήν του νὰ κλίνῃ εἰς κανὲν μάταιον· ἀλλὰ ἔγινεν αὐτὴ δι᾽ αὐτὸν πατὴρ καὶ διδάσκαλος καὶ παιδαγωγὸς καὶ μήτηρ, καὶ κάθε καλοῦ καὶ ἀρετῆς σύμβουλος, τὸν κατεσκεύασε δὲ τοιοῦτον, ὥστε πρὶν ἀκόμη νὰ διέλθῃ τὴν ἡλικίαν τῶν παίδων, ὑψώθη εἰς τὸν ὑψηλὸν σκοπὸν τῆς ἀσκήσεως καὶ ἔγινεν ἐπιτήδειος εἰς κάθε τέχνην, ἥτις ἐνηργεῖτο διὰ χειρός, καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ κανένα ὁδηγὸν καὶ διδάσκαλον ἔμαθεν ἀκριβῶς τέχνην καὶ ἐπιστήμην, τὰς ὁποίας μανθάνουν οἱ ἄλλοι μὲ πολυκαιρίαν καὶ κόπον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐντεῦθεν φαίνεται, ὅτι δὲν ἦτο συνήθεια τότε νὰ κάμνουν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων, ὡς νῦν αὕτη ἐπικρατεῖ· τοῦτο τὸ ἴδιον συνάγεται καὶ ἀπὸ τὸν ζʹ Κανόνα τοῦ αὐτοῦ τούτου Νύσσης.