Ὁ κατὰ πλάτος Βίος καὶ πολιτεία τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΜΑΚΡΙΝΗΣ ἀδελφῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, συγγραφεὶς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης τοῦ αὐταδέλφου αὐτῆς καὶ ἀποσταλεὶς πρὸς Ὀλύμπιον Μοναχόν· ἤδη δὲ μεταφρασθεὶς εἰς τὸ ἁπλοῦν παρὰ Νικοδήμου Ἁγιορείτου.

Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ μακαρία Μακρῖνα ἠλευθέρωσε τὸν ἑαυτόν της ἀπὸ τὰς φροντίδας τῆς κοσμικῆς ζωῆς, κατέπεισε καὶ τὴν μητέρα της νὰ ἀφήσῃ τὴν συνηθισμένην της ζωήν, τὴν φανταστικὴν πολιτείαν καὶ τὰς ὑπηρεσίας ὅπου ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰς ὑπηρετρίας, καὶ νὰ γίνῃ ὁμοία κατὰ τὸ φρόνημα μὲ τοὺς πολλούς, νὰ ἑνωθῇ δὲ καὶ αὐτὴ μὲ τὰς παρθένους καὶ καλογραίας εἰς τὴν πολιτείαν, καὶ τὰς πρῴην δούλας της νὰ τὰς κάμῃ ὡς ἀδελφὰς ὁμοτίμους.

Ἐδῶ ὅμως θέλω νὰ συνάψω μίαν διήγησιν, τὴν ὁποίαν δὲν ἀγαπῶ νὰ ἀφήσω, διότι διὰ μέσου αὐτῆς φανερώνεται περισσότερον ἡ ὑψηλὴ γνώμη τῆς Ὁσίας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσαρας ἀδελφούς μας, ὁ δεύτερος ἀπὸ τὸν Μέγαν Βασίλειον, Ναυκράτιος ὀνόματι, διέφερεν ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατὰ τὰ φυσικὰ χαρίσματα, κατὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ σώματος, κατὰ τὴν δύναμιν καὶ ταχύτητα, καὶ κατὰ τὴν ἐπιτηδειότητα, ὅπου εἶχεν εἰς κάθε πρᾶγμα. Οὗτος, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν εἰκοστὸν δεύτερον χρόνον τῆς ἡλικίας του, ἔδωκε μεγάλην φήμην εἰς τὰς ἀκοὰς τῶν πολλῶν διὰ τὴν φιλοπονίαν του, τέλος πάντων ὅμως καταφρονῶν ὅλα ὅσα εἶχεν εἰς χεῖράς του ἀπὸ θείαν πρόνοιαν, μετεχειρίσθη μὲ μεγάλην ὁρμὴν καὶ προθυμίαν τὴν ἀκτήμονα καὶ ἀσκητικὴν πολιτείαν τῶν Μοναχῶν, χωρὶς νὰ ἔχῃ μαζί του ἄλλο τι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του· ἠκολούθησε δὲ εἰς αὐτὸν καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς οἰκίας μας, Χρυσάφιος ὀνομαζόμενος, διότι ἦτο ἠγαπημένος τοῦ Ναυκρατίου, καὶ διότι εἶχε καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν ἀγάπην εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν.

Ἐπῆγε λοιπὸν ὁ Ναυκράτιος εἰς μίαν ἄκραν ἐρημίαν πλησίον εἰς τὸν ποταμὸν Ἴριδα, εὑρίσκων δε ἕνα τόπον πυκνὸν ἀπὸ δένδρα ἄγρια, καὶ ἕνα ὕψωμα κεκρυμμένον μέσα εἰς τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ, ἐκάθητο εἰς αὐτὸ καὶ διήρχετο τὴν ζωήν του μακρὰν ἀπὸ τὰς ταραχὰς τῶν πόλεων καὶ τὰς φροντίδας τῶν κριτηρίων, ὑπηρετοῦσε δὲ μὲ τὰς ἰδίας του χεῖρας τοὺς γέροντας, τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἀσθενεῖς, ὅσοι ἦσαν ἐκεῖ πλησίον. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο ἐπιτήδειος εἰς τὸ νὰ ἁλιεύῃ ἰχθῦς, ἐξησφάλιζε τὴν ζωοτροφίαν τῶν ρηθέντων ἀσθενῶν, καὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς κόπους ἐκαταδάμαζε τὴν νεότητά του, εἰς τὸν αὐτὸν δὲ καιρὸν ὑπήκουε καὶ εἰς τὰ θελήματα τῆς μητρός του, ὅταν καμμίαν φορὰν ἤθελε τὸν προστάξῃ εἴς τι, μὲ ταῦτα δὲ τὰ δύο ἐστόλιζε τὴν ζωήν του καὶ ἐπρόκοπτεν εἰς τὰς θείας ἐντολάς.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐντεῦθεν φαίνεται, ὅτι δὲν ἦτο συνήθεια τότε νὰ κάμνουν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων, ὡς νῦν αὕτη ἐπικρατεῖ· τοῦτο τὸ ἴδιον συνάγεται καὶ ἀπὸ τὸν ζʹ Κανόνα τοῦ αὐτοῦ τούτου Νύσσης.