Ἤρχισε τότε νὰ λέγῃ λόγους χαρμοσύνους καὶ μὲ ἐχαροποιοῦσε μὲ τὰς ἐρωτήσεις της. Ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ παρενέπεσε λόγος διὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον, παρευθὺς ἡ ἰδική μου καρδία ἐθλίβη καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἐσκυθρώπασεν· ἡ δὲ μακαρία Μακρῖνα τόσον μακρὰν ἦτο ἀπὸ τὸ νὰ συλλυπηθῇ μὲ ἐμέ, ὥστε ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Ἁγίου ἔλαβεν ἀφορμὴν περισσοτέρας μεγαλοψυχίας καὶ ἐφιλοσόφησε πολλὰ διὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, φανερώνουσα τὴν θείαν οἰκονομίαν, ἥτις εἶναι κεκρυμμένη μέσα εἰς τὰ λυπηρά· τόσα δὲ εἶπε περὶ τῆς μελλούσης ζωῆς, ὡς φωτισμένη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὥστε μοὶ ἐφαίνετο, ὅτι ὑψώθη ὁ νοῦς μου μὲ τὰ λόγια της, καὶ ἐβγαίνων ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἐμβῆκα ἕως μέσα εἰς τὰ ὕδατα τῶν οὐρανῶν, ὁδηγούμενος ἀπὸ τοὺς λόγους της. Καθὼς δὲ ἀκούομεν διὰ τὸν Ἰώβ, ὅτι εἰς τὸ σῶμα εἶχε τοὺς πόνους, ὁ δὲ νοῦς του δὲν ἠμποδίζετο ἀπὸ τὴν ἰδικήν του ἐνέργειαν, οὐδὲ ἀπέκοπτε τὸν λογισμόν του ἀπὸ τὸ νὰ θεωρῇ τὰ ὑψηλότερα, τοιοῦτον πρᾶγμα ἔβλεπον εἰς ἐκείνην τὴν μακαρίαν, διότι ἂν καὶ ἡ θέρμη κατεξήρανεν ὅλην τὴν δύναμίν της καὶ τὴν ὠθοῦσεν εἰς τὸν θάνατον, αὐτὴ ὅμως ἀναψύχουσα ὡς μὲ δρόσον τὸ σωμά της εἶχεν ἀνεμπόδιστον τὸν νοῦν της εἰς τὴν θεωρίαν τῶν ὑψηλῶν, χωρὶς νὰ βλάπτεται τελείως ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν.
Ἄν ὁ λόγος δὲν ἐξετείνετο εἰς μῆκος πολύ, ἤθελον διηγηθῆ ὅλα καθεξῆς· πῶς δηλαδὴ ὑψώθη ἡ ἀοίδιμος μὲ την ὁμιλίαν καὶ ἐφιλοσόφησε περὶ τῆς ψυχῆς καὶ περὶ τῆς διὰ σαρκὸς ζωῆς· διὰ ποίαν αἰτίαν ἔγινεν ὁ ἄνθρωπος· πῶς ἔγινε θνητός· πόθεν ἔγινεν ὁ θάνατος· καὶ πῶς πάλιν ἐπαναστρέφει ἀπὸ τὸν θάνατον εἰς τὴν ζωήν· τὰ ὁποῖα διηγεῖτο μὲ κάθε εὐκολίαν, διότι ἐφωτίζετο ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔτρεχε δὲ ὁ λόγος ἀπὸ τὸ στόμα της καθὼς τρέχει τὸ νερὸν ἀπὸ τὴν βρύσιν.
Ὅταν ἐτελείωσεν ἡ ὁμιλία εἶπεν εἰς ἐμέ· «Καιρὸς εἶναι, ἀδελφέ, νὰ ἀναπαύσῃς ὀλίγον το σῶμά σου, τὸ ὁποῖον εἶναι κεκοπιασμένον ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν». Ἐγὼ δέ, ἂν καὶ ἠσθανόμην ἀνάπαυσιν μεγάλην καὶ ἀληθινὴν μὲ τὸ νὰ βλέπω αὐτὴν καὶ νὰ ἀκροάζωμαι τὰ μεγάλα της λόγια, ἀλλ’ ἐπειδὴ αὐτὸ ἦτο ἀρεστὸν εἰς αὐτήν, διὰ νὰ φανῶ ὅτι κατὰ πάντα πείθομαι εἰς τὴν διδάσκαλον, ἐπῆγα μὲ ὁδηγὸν μέσα εἰς ἕνα κῆπον ὅπου ἦτο ἐκεῖ πλησίον, ἔνθα εὑρὼν ἡτοιμασμένην καὶ χαριεστάτην κατοικίαν, ἀνεπαυόμην ὑποκάτω εἰς τὴν σκιὰν τῶν ἀναδενδράδων·