Ταῦτα μὲν ἔλεγεν ἐκείνη, ἐγὼ δὲ ἐπεθύμουν νὰ ἐκταθῇ περισσότερον ἡ ἡμέρα, διὰ νὰ μὴ παύσῃ ἡ μακαρία ἀπὸ τὸ νὰ καταγλυκαίνῃ τὰς ἀκοάς μου μὲ τὰ λόγια της· ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ ἡ φωνὴ τῶν ψαλλόντων μᾶς ἐκάλεσεν εἰς τὸν ἑσπερινόν, ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐκείνη πάλιν ἀνεχώρησε πρὸς τὸν Θεὸν διὰ μέσου τῆς προσευχῆς· οὕτω παρῆλθεν ἡ νύκτα, καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ἡμέρα, ἐγὼ μὲν ἐπροστοχαζόμην ἀπὸ τὰ σημεῖα ὅπου ἔβλεπα, ὅτι ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἦτο τὸ ἔσχατον τέλος τῆς ζωῆς της, διότι κατέστρεψεν ὁ πυρετὸς ὅλην τὴν δύναμιν τοῦ σώματός της, ἐκείνη δὲ διότι προέβλεπε τὴν ἀσθένειαν τῶν λογισμῶν μου, ἐμεθοδεύετο νὰ μὲ ἐξαγάγῃ ἀπὸ τὰς λυπηρὰς ἐλπίδας, καὶ μὲ λεπτὸν καὶ στενὸν ἀνασασμὸν διεσκόρπιζε τὴν λύπην τῆς ψυχῆς μου μὲ τὰ καλά της λόγια. Μὲ ὅλα ταῦτα ἡ ψυχή μου ἐλάμβανε διάφορα πάθη· κατὰ φυσικὸν δὲ τρόπον ἔκλινεν εἰς λύπην, καθὼς ἦτο πρέπον, διότι δὲν ὑπῆρχε πλέον ἐλπὶς νὰ ἀκούσῃ ἄλλην φορὰν τὴν φωνήν της, ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἔμελλε νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν ζωὴν ταύτην τὸ κοινὸν καύχημα τῆς γενεᾶς μας.
Πάλιν κατὰ ἄλλον τρόπον ἐξεπλήττετο ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὴν χαράν, στοχαζομένη ἀπὸ ἐκεῖνα ὅπου ἔβλεπα, ὅτι ἡ ἀδελφή μου ὑπερέβη κατὰ ἀλήθειαν τὴν κοινὴν φύσιν καὶ ἔγινεν ὑπὲρ φύσιν. Διότι ἔβλεπα τὴν μακαρίαν ἐκείνην, ὅπου ἔφθασεν εἰς τὰς τελευταίας ἀναπνοάς, καὶ δὲν ἐδειλίασε τελείως τὸν χωρισμὸν τῆς ζωῆς, οὐδὲ ἔπαθε καμμίαν ἀλλαγήν, διὰ τὴν ἐλπίδα τοῦ θανάτου της· ἀλλὰ ἐφιλοσοφοῦσε μὲ ὑψηλὴν διάνοιαν ἕως ἐσχάτης ἀναπνοῆς περὶ τῆς μοναδικῆς πολιτείας. Διὰ τοῦτο φαίνεταί μοι, ὅτι τότε ἐφανέρωσεν εἰς τοὺς παρόντας τὸν θεϊκὸν ἔρωτα, ὅπου ἔκρυπτε μέσα εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της, πρὸς τὸν ἀόρατον νυμφίον Χριστόν, καὶ πόσον πόθον εἶχε νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος, διὰ νὰ φθάσῃ τὸ ταχύτερον πρὸς τὸν ποθούμενον Ἰησοῦν καὶ νὰ ἑνωθῇ μὲ αὐτόν. Καὶ τῆς μὲν ἡμέρας ἐξωδεύθη τὸ περισσότερον μέρος, ὁ δὲ ἥλιος ἔφθανεν εἰς τὴν δύσιν, τῆς δὲ μακαρίας ἡ προθυμία δὲν ἠτόνιζε τελείως· ἀλλὰ τόσον περισσότερον ἔτρεχε πρὸς τὸν ποθούμενον μὲ θερμοτέραν ὁρμήν, βλέπουσα καθαρώτερα τοῦ Νυμφίου της τὸ κάλλος· ὅθεν δὲν ἐκοίταζε πλέον εἰς ἐμέ, ἀλλὰ πρὸς αὐτὸν ἠτένιζεν ἀκλινῶς· διότι ἡ κλίνη της ἔβλεπε πρὸς ἀνατολάς· τότε ἄφησε πλέον τὴν συνομιλίαν ὅπου ἔκαμνε μὲ ἐμέ, καὶ ὡμιλοῦσεν εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τῆς προσευχῆς, καὶ τὸν ἐπαρακαλοῦσεν ὑποψιθυρίζουσα μὲ λεπτὴν φωνήν, τόσον ὅπου ἢκουον ὀλίγον τὰ λόγια της, τὰ ὁποῖα ἦσαν ταῦτα.