Ὁ κατὰ πλάτος Βίος καὶ πολιτεία τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΜΑΚΡΙΝΗΣ ἀδελφῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, συγγραφεὶς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης τοῦ αὐταδέλφου αὐτῆς καὶ ἀποσταλεὶς πρὸς Ὀλύμπιον Μοναχόν· ἤδη δὲ μεταφρασθεὶς εἰς τὸ ἁπλοῦν παρὰ Νικοδήμου Ἁγιορείτου.

ὅμως δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ αἰσθανθῶ τὴν εὐφροσύνην ἐκείνην, διότι ἡ ψυχή μου ἐθλίβετο ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῶν λυπηρῶν· ἐπειδὴ τὸ ὄνειρον, ὅπου εἶδον, ἐφαίνετο, ὅτι ἐδηλοποιεῖτο διὰ μέσου τῶν πραγμάτων· διότι τὸ προκείμενον θέαμα τῆς μακαρίας ἐφαίνετο, κατὰ τὴν ἀλήθειαν, ὡς λείψανα Ἁγίου Μάρτυρος, τὰ ὁποῖα ἦσαν νενεκρωμένα διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου ἐκατοικοῦσεν εἰς αὐτά.

Εἰς καιρὸν λοιπὸν ὅπου ἐγὼ ἤμουν σκυθρωπὸς διὰ τὴν ἀνάμνησιν τῶν λυπηρῶν, δὲν ἠξεύρω πῶς ἐστοχάσθη ἡ Ὁσία τους λογισμούς μου, καὶ ἔστειλε μήνυμα χαροποιὸν εἰς ἐμέ, προστάζουσα νὰ εὐθυμῶ καὶ νὰ ἔχω δι’ αὐτὴν καλλιτέρας ἐλπίδας· ὅτι ἠσθάνθη ὅτι ἔγινε καλλίτερα· αὐτὰ δὲ δὲν τὰ ἔλεγε διὰ νὰ μὲ γελάσῃ, ἀλλὰ ἦσαν ἀληθινά, ἂν καὶ ἐγὼ τότε δὲν τὰ ἐκατάλαβα, διότι τῇ ἀληθείᾳ ἔτσι ἀκολουθεῖ· καθὼς ἕνας δρομεὺς ὅπου τρέχει καὶ περάσῃ τὸν ἀντίπαλόν του καὶ φθάσῃ πλησίον εἰς τὸ τέλος τοῦ δρόμου, ὅταν πλησιάσῃ νὰ λάβῃ τὸ χάρισμα, νὰ ἰδῇ τὸν στέφανον τῆς νίκης, τότε χαίρεται αὐτὸς εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡς νὰ τὸ ἔλαβε, μηνύει δὲ μὲ χαρὰν τὴν νίκην εἰς τοὺς φίλους του, τοιουτοτρόπως καὶ ἡ μακαρία ἐκείνη, ἀπὸ τοιαύτην διάθεσιν κινουμένη, ἐμήνυσεν εἰς ἐμὲ νὰ ἐλπίζω δι’ αὐτὴν τὰ καλλίτερα, διότι ἔβλεπε τότε πρὸς τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως καὶ σχεδὸν ἔλεγεν ἐκεῖνο τὸ λόγιον τοῦ θείου Ἀποστόλου Παύλου· «Ἀπόκειταί μοι λοιπὸν ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ δίκαιος κριτής· ἐπειδὴ τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα».

Ἐγὼ λοιπόν, ἐπειδὴ ἐχαροποιήθηκα ἀπὸ τὸ χαροποιὸν μήνυμα, ἀπήλαυσα ἀπὸ τὰ φαγητὰ ὅπου εἶχον ἡτοιμασμένα, τὰ ὁποῖα ἦσαν διάφορα καὶ νόστιμα, διότι ἡ σπουδὴ τῆς Μακρίνης τοιουτοτρόπως ἐσυγκατέβη ἕως καὶ εἰς τὴν ἑτοιμασίαν τῶν φαγητῶν μου. Ἀφοῦ δὲ ἐγὼ ἀνεπαύθην, πάλιν μὲ ἐκάλεσε καὶ ἤρχισε νὰ ἐνθυμῆται τὰς πράξεις ὅπου ἔκαμεν ἐκ νεότητός της καὶ νὰ τὰς διηγῆται καταλεπτῶς· ὁμοίως διηγεῖτο καὶ τὰ ἔργα τῶν γονέων μας, ὅσα ἐνεθυμεῖτο καὶ ὅσα ἠκολούθησαν πρωτύτερα ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου γέννησιν, καὶ τὴν μετὰ ταῦτα ζωήν μου· σκοπός της δὲ ἦτο μὲ τὴν διήγησιν ταύτην νὰ προσφέρῃ εὐχαριστίαν εἰς τὸν Θεὸν δι’ ὅλα διότι διηγεῖτο τὴν ζωὴν τῶν γονέων μας, ὄχι ὅτι ἦτο τόσον λαμπρὰ εἰς τοὺς τότε καιρούς, ἀλλὰ πῶς ηὐξήθη καὶ ἐμεγαλύνθη ἀπὸ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ·


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐντεῦθεν φαίνεται, ὅτι δὲν ἦτο συνήθεια τότε νὰ κάμνουν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων, ὡς νῦν αὕτη ἐπικρατεῖ· τοῦτο τὸ ἴδιον συνάγεται καὶ ἀπὸ τὸν ζʹ Κανόνα τοῦ αὐτοῦ τούτου Νύσσης.