ἐπειδὴ οἱ πρόγονοι τοῦ πατρός μας, διότι ὡμολόγησαν τὸν Χριστόν, ἐστερήθησαν τὰ ὑπάρχοντά των, ὁ δὲ προπάτωρ τῆς μητρός μας ἐθανατώθη ἀπὸ ἀγανάκτησιν βασιλικήν, καὶ οἱ γονεῖς μας ἔμειναν ξένοι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα τῶν γονέων των, μὲ ὅλον τοῦτο ὁ Βίος καὶ ὁ πλοῦτος τῶν γονέων μας τόσον ηὐξήθη, διὰ μέσου τῆς πίστεως ὅπου εἶχαν εἰς τὸν Θεόν, ὥστε εἰς τοὺς καιρούς των δὲν ἦτο ἄλλος πλέον ὀνομαστότερος ἀπὸ αὐτούς· καὶ πάλιν ἡ περιουσία των ἐμοιράσθη εἰς τόσα μέρη, ὅσα ἦσαν τὰ τέκνα των, καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὴν εὐλογίαν του τόσον ἐπλήθυνε τὰ ὑπάρχοντα τοῦ κάθε παιδίου, ὥστε ἡ περιουσία τοῦ καθενὸς ὑπερέβαινε τὴν περιουσίαν τῶν γονέων μας.
Ἔλεγε δὲ καὶ τοῦτο ἡ μεγάλη, ὅτι ἀπὸ ὅσα ὑπάρχοντα ἔλαβεν εἰς τὸ μερίδιόν της, δὲν ἐκράτησε τίποτε, ἀλλὰ τὰ ἔδωκεν εἰς τὸν ἀδελφὸν Πέτρον, διὰ νὰ τὰ οἰκονομήσῃ, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ· ὅμως ὁ Βίος της ἔγινεν τοιοῦτος ἀπὸ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ, ὥστε τὰ χέρια της δὲν ἔπαυαν ἀπὸ τὸ νὰ δουλεύουν κατ’ ἐντολήν, καὶ οὔτε πρὸς ἄνθρωπον ἀπέβλεψε ποτέ, οὔτε μὲ εὐεργεσίαν καὶ ἐλεημοσύνην ἀνθρώπων ᾠκονόμησε τὰς ἀναγκαίας χρείας τῆς ζωῆς της· ἀλλὰ οὔτε ἀπεδίωξε καμμίαν φορὰν τοὺς ἀδελφοὺς ὅπου ἐζητοῦσαν ἔλεος χωρὶς νὰ τοὺς δώσῃ οὔτε ἐζήτησεν ἀπὸ τοὺς φιλοχρίστους, ὅπου ἐμοίραζαν ἐλεημοσύνην ἐπειδὴ καὶ ὁ Θεὸς ηὔξανε κρυφίως, ὡς σπέρματα, τὸ ὀλίγον ἐργόχειρον ὅπου ἐδούλευε καὶ τὸ ἐπλήθυνε, μὲ τὴν εὐλογίαν του, εἰς πολὺν καρπόν.
Ἐπειδὴ δὲ ἤρχισα καὶ ἐγὼ νὰ διηγοῦμαι τοὺς κόπους ὅπου ἐδοκίμαζα, πρότερον μὲν διὰ τὸν διωγμὸν ὅπου ἔκαμνεν ὁ βασιλεὺς Οὐάλης, ὡς Ἀρειανός, εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν, ὕστερον δὲ διὰ τὴν σύγχυσιν καὶ ταραχὴν τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία μᾶς ἐκαλοῦσεν εἰς ἀγῶνας καὶ πόνους, μοῦ εἶπεν ἡ μεγάλη· «Δὲν παύεις ἀπὸ τὸ νὰ φαίνεσαι ἀχάριστος εἰς τὰ καλὰ ὅπου σοῦ ἐχάρισεν ὁ Θεός; δὲν διορθώνεις τὴν ἀχαριστίαν σου; δὲν διορθώνεις τὴν γνώμην σου; δὲν συγκρίνεις τὰ καλὰ τῶν γονέων σου μὲ τὰ ἰδικά σου; ναί, πολὺς εἰς τὴν μάθησιν ἐνομίζετο ὁ πατήρ μας, καὶ μεταξὺ εἰς τοὺς ἄλλους ρήτορας ἦτο ὁ πρῶτος, ὅμως ἡ φήμη του δὲν ἐπέρασε πέραν ἀπὸ τὴν πατρίδα μας· ἀλλὰ ἐσὺ ἔγινες ὀνομαστὸς εἰς πολιτείας καὶ δήμους καὶ ἔθνη· αἱ δὲ Ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ στέλλουν καὶ σὲ καλοῦν, διὰ νὰ τὰς συμβοηθήσῃς καὶ νὰ τὰς διορθώσῃς, δὲν στοχάζεσαι τὴν χάριν ταύτην; οὐδὲ ἠξεύρεις τὴν αἰτίαν τῶν τόσων ἀγαθῶν πόθεν εἶναι; διὰ νὰ εὐχαριστήσῃς τὸν Θεόν, ὅπου διὰ τῶν εὐχῶν τῶν γονέων μας σὲ ἀνεβίβασεν εἰς τὸ ὕψος αὐτό· διότι ἐσὺ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου δὲν εἶχες εἰς τοῦτο καμμίαν δύναμιν».