Ταῦτα λέγουσα ἔκαμε καὶ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς της, εἰς τὸ στόμα της καὶ εἰς τὴν καρδίαν της· ἔπειτα, ἐπειδὴ ἐκαταφρυγανίσθη ἡ γλῶσσά της ἀπὸ τὴν θέρμην, δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ καθαρίσῃ τὸν λόγον· ἀλλὰ καὶ ἡ φωνή της ἀπέκαμε, μὲ μόνον δὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν χειλέων της καὶ μὲ τὴν κίνησιν τῶν χειρῶν της ἐκαταλαμβάνομεν ὅτι προσεύχεται. Ἐπάνω εἰς ταῦτα ἔφθασε καὶ ἡ ἑσπέρα καὶ ὅταν ἔφεραν φῶς ἤνοιξεν ἡ μακαρία μίαν φορὰν τοὺς ὀφθαλμούς της καὶ εἶδε τὸ φῶς, ἐφαίνετο δὲ πῶς εἶχε προθυμίαν νὰ εἰπῇ τὴν συνειθισμένην ἑσπερινὴν εὐχαριστίαν, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἐχάθη πλέον ἡ φωνή της, εὐχαριστοῦσε μὲ τὴν καρδίαν καὶ μὲ τὴν κίνησιν τῶν χειρῶν της, μαζὶ δὲ μὲ τὴν καρδίαν ἐκινοῦντο καὶ τὰ χείλη της. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν εὐχαριστίαν, ἔκαμε τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ ἐπάνω εἰς τὸ πρόσωπόν της· ἔπειτα ἐπῆρε μίαν μεγάλην καὶ βαθεῖαν ἀναπνοὴν καὶ ἐτελείωσε τὴν ζωήν της.
Τότε ἐνεθυμήθην ἐγὼ τὴν ἐντολήν, ὅπου μοῦ ἔδωκε τὴν πρώτην φορὰν ὅπου την ἀντάμωσα, διὰ νὰ βάλω τὰς χεῖράς μου ἐπάνω εἰς τοὺς ὀφθαλμούς της, ὅταν ἀποθάνῃ, καὶ νὰ τοὺς κλείσω, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν νεκρῶν, νὰ ἐνταφιάσω δὲ τὸ λείψανόν της καθὼς πρέπει· ὅθεν ἔβαλον τὴν χεῖρά μου ἐπάνω εἰς τὸ ἅγιόν της πρόσωπον, ὅσον μόνον διὰ νὰ φανῶ πῶς κάμνω τὴν ἐντολήν της, ἐπειδὴ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς μακαρίας δὲν ἐχρειάζοντο διὰ νὰ κλεισθοῦν ἀπό τινα, διότι ἐκλείσθησαν μόνοι των ἀπὸ τὰ βλέφαρα, μὲ μεγάλην εὐκοσμίαν, καθὼς καλύπτονται εἰς τὸν φυσικὸν ὕπνον· ὁμοίως καὶ τὰ χείλη της ἐσφαλίσθησαν προσφυέστατα, αἱ χεῖρες της ἡπλώθησαν μὲ σεμνοπρέπειαν ἐπάνω εἰς τὸ στῆθός της καὶ ὅλη ἡ θέσις τοῦ σώματός της ἡρμόσθη εὐσχημόνως ἀφ’ ἑαυτοῦ της καὶ δὲν ἐχρειάζετο χεὶρ ἀνθρώπου νὰ τὴν εὐκοσμήσῃ.
Ἐγὼ λοιπὸν ἀπὸ δύο μέρη ἔγινα παράλυτος ἀπὸ τὸ πάθος τῆς λύπης, ἀπὸ τὸ λείψανον, ὅπου ἔβλεπον, καὶ ἀπὸ τοὺς θρήνους τῶν παρθένων· πλὴν τότε ἐκεῖναι ἐβάστασαν ὀλίγον τὴν λύπην των μὲ ἡσυχίαν καὶ ἀπέπνιξαν τὴν πρὸς τὰ ἔξω ὁρμὴν τῶν θρήνων, ἀπὸ τὸν φόβον ὅπου εἶχαν εἰς αὐτήν· διότι καὶ μὲ ὅλον ὅπου ἐσιωποῦσε τὸ πρόσωπον τῆς Ἡγουμένης, μὲ ὅλον τοῦτο ἐφοβοῦντο τὴν ἐπιτίμησιν, νὰ μὴ ἀκουσθῇ ἀπὸ αὐτὰς μεγάλη φωνὴ ἔξω ἀπὸ τὴν διάταξίν της, καὶ λυπήσῃ καὶ νενεκρωμένην τὴν διδάσκαλον αὐτῶν· ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθησαν πλέον νὰ κρατήσουν μὲ ἡσυχίαν τὴν λύπην, διότι ἐκατάκαιε κρυφὰ μέσα τὰς ψυχάς των ὡς φωτιὰ τὸ πάθος.