Ὁ κατὰ πλάτος Βίος καὶ πολιτεία τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΜΑΚΡΙΝΗΣ ἀδελφῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, συγγραφεὶς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης τοῦ αὐταδέλφου αὐτῆς καὶ ἀποσταλεὶς πρὸς Ὀλύμπιον Μοναχόν· ἤδη δὲ μεταφρασθεὶς εἰς τὸ ἁπλοῦν παρὰ Νικοδήμου Ἁγιορείτου.

Εἰς αὐτὰς ἦτο καὶ μία γυναῖκα, Οὐετιανὴ καλουμένη, ὀνομαστὴ εἰς τὸν πλοῦτον, εἰς τὴν εὐγένειαν καὶ εἰς τὴν ὡραιότητα, ἡ ὁποία ὑπανδρεύθη μὲ ἕνα ἀξιωματικόν, εἰς ὀλίγον δὲ καιρὸν ἐχήρευσε καὶ ἔκαμε φύλακα καὶ παιδαγωγὸν τῆς χηρείας της τὴν Μεγάλην Μακρῖναν, τὸν περισσότερον δὲ καιρὸν συνανεστρέφετο μὲ τὰς παρθένους καὶ ἐδιδάσκετο ἀπὸ αὐτὰς τὴν ἐνάρετον πολιτείαν. Εἰς αὐτὴν λοιπὸν εἶπον ἐγώ, ὅτι τώρα δὲν εἶναι ἐμποδισμένον τὸ νὰ βάλωμεν εἰς τὸ ἱερὸν λείψανον κάποιον φαιδρὸν στολισμόν, καὶ νὰ κοσμήσωμεν τὸ καθαρὸν ἐκεῖνο σῶμα μὲ λαμπρὰ σινδόνια· ἡ δὲ Οὐετιανὴ εἶπεν ὅτι πρέπει νὰ μάθωμεν, ἀνίσως καὶ ἡ Ὁσία ἔκρινεν εὔλογον νὰ γίνῃ τοῦτο εἰς αὐτήν· διότι εἶναι πρέπον νὰ κάμωμεν ἐκεῖνο ὅπου τῆς ἀρέσκει· ὅτι ἐκεῖνο ὅπου εἶναι εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν, εἶναι καὶ εἰς αὐτὴν εὐάρεστον καὶ ἐπιθυμητόν.

Ἦτο δὲ μία παρθένος πρώτη ἀπὸ ὅλον τὸν χορὸν τῶν ἄλλων, διάκονος κατὰ τὸν βαθμόν, Λαμπαδία ὀνομαζομένη, αὐτὴ δὲ ἤξευρε μὲ ἀκρίβειαν ἐκεῖνο, ὅπου παρήγγειλεν ἡ Ὁσία διὰ τὴν ταφήν της· καὶ ἐρωτῶν αὐτὴν ἐγὼ περὶ τούτου, μοῦ ἀπεκρίθη μετὰ δακρύων· «Εἰς τὴν Ἁγίαν στολισμὸς ἦτο ἡ καθαρὰ ζωή· αὐτὸ ἦτο τὸ ἐγκαλλώπισμά της, ὅταν ἐζοῦσε· αὐτὸ ἂς εἶναι καὶ τώρα ἐντάφιον εἰς τὸν θάνατόν της· ἐκεῖνα δὲ ὅπου ἀποβλέπουν εἰς καλλωπισμὸν σώματος, οὔτε εἰς τὴν ζωήν της τὰ ἐδέχθη, οὔτε τὰ ἐφύλαξε διὰ νὰ ἔχῃ τώρα εἰς τὴν ταφήν της· ὥστε καὶ ἂν θελήσωμεν νὰ κάμωμέν τι περισσότερον εἰς τὸ λείψανόν της, δὲν ἔχομεν τὴν ἑτοιμασίαν αὐτὴν καὶ τὸν τρόπον». Ἐγὼ δὲ τὴν ἠρώτησα· «Δὲν ἔχετε φυλαγμένα τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα, ὅπου ἠμποροῦν νὰ στολίσουν τὸ λείψανόν της;». Καὶ ἐκείνη ἀπεκρίθη· «Τί νὰ ἔχωμεν φυλαγμένον; Ἰδοὺ ἔχεις ἐδῶ ὅλα τὰ φυλαγμένα πράγματά της. Ἰδοὺ τὸ ἱμάτιόν της. Ἰδοὺ τὸ σκέπασμά της. Ἰδοὺ τὰ τετριμμένα ὑποδήματα τῶν ποδῶν της· αὐτὸς εἶναι ὁ πλοῦτός της· αὐτὴ εἶναι ἡ περιουσία της· ἔξω ἀπὸ αὐτά, ὅπου βλέπεις, δὲν ἔχει ἄλλο τίποτε κεκρυμμένον οὔτε εἰς κιβώτιον, οὔτε εἰς κελλίον· αὐτὴ μίαν ἀποθήκην ἤξευρε τοῦ ἰδικοῦ της πλούτου, τὸν οὐρανόν· ὅθεν ἐκεῖ τὰ ἀπεθησαύρισεν ὅλα καὶ δὲν ἄφησε τίποτε εἰς τὴν γῆν». Ἐγὼ δὲ πρὸς ταῦτα εἶπον· «Ἀνίσως καὶ ἐγὼ προσφέρω κανὲν ἀπὸ ἐκεῖνα, ὅπου ἔχω φυλαγμένα εἰς τὴν ταφήν της, εἶναι τάχα ἀρεστὸν εἰς αὐτήν;». Ἐκείνη μοῦ εἶπεν· «Βέβαια καὶ ζωντανὴ ἂν ἦτο ἡ Ἁγία ἤθελε δεχθῆ τὴν προσφορὰν ταύτην, τόσον διὰ τὴν ἀρχιερωσύνην ὅπου ἔχεις, ὅσον καὶ διὰ τὴν ἀδελφικὴν συγγένειαν τῆς φύσεως, καὶ δὲν ἤθελε νομίσει ὡς ξένον τὸ δῶρον τοῦ ἀδελφοῦ της· ἐπειδὴ διὰ τοῦτο ἐπρόσταξε νὰ ἐνταφιασθῇ τὸ σῶμά της μὲ τὰς ἰδικάς σου χεῖρας».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐντεῦθεν φαίνεται, ὅτι δὲν ἦτο συνήθεια τότε νὰ κάμνουν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων, ὡς νῦν αὕτη ἐπικρατεῖ· τοῦτο τὸ ἴδιον συνάγεται καὶ ἀπὸ τὸν ζʹ Κανόνα τοῦ αὐτοῦ τούτου Νύσσης.