Ὁ κατὰ πλάτος Βίος καὶ πολιτεία τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΜΑΚΡΙΝΗΣ ἀδελφῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, συγγραφεὶς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης τοῦ αὐταδέλφου αὐτῆς καὶ ἀποσταλεὶς πρὸς Ὀλύμπιον Μοναχόν· ἤδη δὲ μεταφρασθεὶς εἰς τὸ ἁπλοῦν παρὰ Νικοδήμου Ἁγιορείτου.

Ὅταν δὲ ἐξημέρωσε καὶ ὅλος ὁ τόπος τοῦ ἀσκητηρίου ἐστενοχωρεῖτο ἀπὸ τὸ πλῆθος ὅπερ ἐσυνάχθη, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ τόπου ἐκείνου (Ἀράξιος καλούμενος, ὁ ὁποῖος ἦλθεν εἰς τὴν κηδείαν μὲ ὅλους τοὺς Ἱερεῖς) μὲ ἐπαρακινοῦσε νὰ ἄρωμεν τὸ λείψανον καὶ νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔμελλε νὰ ἐνταφιασθῇ· τότε ἐγὼ πρῶτος ἤγειρα τὸ νεκροκράββατον ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἕτεροι δὲ δύο ἐντιμότατοι κληρικοὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο μέρη καὶ οὕτως ἐπηγαίναμεν ἥσυχα. Ἐπροπορεύοντο δὲ ἔμπροσθεν ἀπὸ τὰ δύο μέρη τοῦ λειψάνου πλῆθος πολὺ διακόνων καὶ ἀναγνωστῶν, δορυφοροῦντες κατὰ σειρὰν τὸ ἅγιον λείψανον, ἔχοντες ὅλοι ἀναμμένας λαμπάδας, ὥστε ἦτο μία μυστικὴ πανήγυρις ἡ κηδεία τῆς μακαρίας, ἐπειδὴ καὶ ἡ ψαλμῳδία ἐμελῳδεῖτο ὁμοφώνως ἀπὸ τοὺς πρώτους ἕως τοὺς τελευταίους.

Ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ διάστημα ἕως εἰς τὸν Ναὸν τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἦσαν τεθαμμένα τὰ σώματα τῶν γονέων μας, ἦτο ἕως ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ στάδια, ἤτοι ἕνα περίπου μίλιον, μόλις καὶ μετὰ βίας ἐπεράσαμεν αὐτὸ ὅλην τὴν ἡμέραν, διότι τὸ πλῆθος μᾶς ἠμπόδιζεν εἰς τὸν δρόμον. Ἀφοῦ δὲ ἐφθάσαμεν μέσα εἰς τὸν Ναὸν ἐκεῖνον, ἀπεθέσαμεν τὸ νεκροκράββατον, ἤρχισε δὲ νὰ γίνεται προσευχὴ χωρὶς ψαλμῳδίαν. Ἀλλ’ ἡ προσευχὴ ἔγινεν εἰς τὸν λαὸν αἰτία θρήνων, διότι ἀφοῦ ἔπαυσεν ἡ ψαλμῳδία, ἐξεσκεπάζετο ὁ τάφος τῶν γονέων μας, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε παραγγελίαν ἡ Ἁγία νὰ ἐνταφιασθῇ, καὶ μία ἀπὸ τὰς παρθένους θεωρήσασα τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο πρόσωπον, ἐφώναξεν ἄτακτα ταῦτα τὰ λόγια· «Ἀλλοίμονον! ὅτι ὕστερα ἀπὸ τὴν ὥραν ταύτην δὲν ἔχομεν νὰ ἴδωμεν πλέον τοῦτο τὸ θεοειδὲς πρόσωπον». Καθὼς δὲ ἤκουσαν τοῦτο καὶ αἱ λοιπαὶ Μοναχαί, ἐφώναξαν αὐταὶ τὰ ἴδια λόγια ὁμοῦ μὲ ἐκείνην καὶ παρευθὺς ἔγινεν ἕνας θόρυβος ἄτακτος, καὶ ἐσύγχυσε τὴν ἱεροπρεπῆ ἐκείνην προσευχήν· διότι ἐσυντρίφθησαν μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὅλων τῶν συναχθέντων αἱ καρδίαι, καὶ ἀνελύθησαν εἰς δάκρυα. Τότε ἐγὼ ἔκαμα νεῦμα διὰ νὰ σιωπήσουν καὶ ὁ Διάκονος ἐφώναξε τὰς συνηθισμένας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν φωνὰς καὶ ἐπρόσταξε νὰ εὐχηθοῦν, μετὰ βίας δὲ κατέστη ὁ λαὸς εἰς τὸ εὔτακτον σχῆμα τῆς προσευχῆς.

Ὅταν δὲ ἐτελείωσεν ἡ προσευχή, ἐμβῆκεν εἰς τὴν ψυχήν μου ἕνας φόβος τῆς θείας ἐντολῆς ἐκείνης ὅπου λέγει· «Ἀσχημοσύνην πατρός σου καὶ ἀσχημοσύνην μητρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις»· (Λευϊτ. ιη’ 7) καὶ εἶπον μὲ τὸν λογισμόν μου, πῶς ἔχω νὰ γλυτώσω ἀπὸ τὸ κρῖμα τοῦτο ἐγώ, ὅπου ἔχω νὰ ἴδω εἰς τὰ σώματα τῶν γονέων μου τὴν κοινὴν ἀσχημοσύνην τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅπου τὰ σώματά των διελύθησαν καὶ ἔγιναν ἄμορφα ὀστᾶ [1];


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐντεῦθεν φαίνεται, ὅτι δὲν ἦτο συνήθεια τότε νὰ κάμνουν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων, ὡς νῦν αὕτη ἐπικρατεῖ· τοῦτο τὸ ἴδιον συνάγεται καὶ ἀπὸ τὸν ζʹ Κανόνα τοῦ αὐτοῦ τούτου Νύσσης.