Ἀφοῦ λοιπὸν ἐμείναμεν ἐπ’ ἀρκετόν, ἠθελήσαμεν νὰ ἀναχωρήσωμεν, καὶ ὅταν ἡτοιμαζόμεθα, τότε συμφώνως καὶ οἱ δύο μᾶς ἠμπόδιζον· καὶ ὁ μὲν ἀδελφός σου ἐπαρακαλοῦσεν ἐμὲ νὰ σταθῶ, διὰ νὰ ἀπολαύσω τὴν ἀσκητικήν του τράπεζαν, ἡ δὲ μακαρία ἀδελφή σου παρομοίως δὲν ἄφηνε τὴν σύζυγόν μου νὰ ἀναχωρήσῃ, ἀλλ’ ἔχουσα εἰς τοὺς κόλπους της τὸ θυγάτριόν μας, ἔλεγε πῶς δὲν τῆς τὸ δίδει, ἕως ὅτου νὰ ἀπολαύσῃ τὴν τράπεζάν της· καὶ φιλοῦσα, κατὰ τὸ σύνηθες, τὸ παιδίον, ἐπλησίασε τὸ στόμα της εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ βλέπουσα τὸ πάθος ὅπου εἶχεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του, εἶπεν· «Ἐὰν σεῖς μοῦ δώσετε τὴν χάριν ταύτην καὶ ἀπολαύσετε τὴν τράπεζάν μας, θέλω σᾶς ἀντιδώσω καὶ ἐγὼ μισθόν, ὄχι ἀνάξιον τῆς τοιαύτης τιμῆς καὶ χάριτος». Ἡ δὲ μήτηρ εἶπε· «Ποῖον μισθὸν ἔχεις νὰ μᾶς δώσῃς;». Ἀπεκρίθη ἡ μακαρία· «Ἔχω νὰ σᾶς δώσω ἕνα ἰατρικὸν διὰ νὰ ἰατρευθῇ τὸ πάθος τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ τέκνου σας». Αὐτὴ ἡ ὑπόσχεσις τῆς Ἁγίας ἠγγέλθη εἰς ἐμέ, καὶ διὰ τοῦτο χαρούμενοι ἐμείναμεν. Ὅταν δὲ ἐτελείωσεν ἡ τράπεζα, ἐκινήσαμεν μὲ χαρὰν εἰς τὸν δρόμον, διηγούμενοι ὁ εἷς εἰς τὸν ἄλλον ὅσα εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν εἰς τοὺς ἱεροὺς ἐκείνους τόπους· ἐγὼ διηγούμην τὰ τῶν ἀνδρῶν, ἡ δὲ σύζυγός μου διηγεῖτο καταλεπτῶς ἐκεῖνα ὅπου εἶδε καὶ ἤκουσεν ἀπὸ τὴν μακαρίαν, δὲν ἤθελε δὲ νὰ ἀφήσῃ οὐδὲ αὐτὰ τὰ παραμικρά.
Ἐκεῖ λοιπὸν ὅπου διηγεῖτο ταῦτα, καὶ ἦλθεν εἰς τὰ λόγια ὅπου ὑπεσχέθη ἡ Ἁγία, ὅτι θέλει ἰατρεύσει τὸ τέκνον μας, ἔκοψε τὴν διήγησιν καὶ εἶπεν· «Ὤχ! καὶ τί εἶναι τοῦτο ὅπου ἐπάθομεν; πῶς ἐλησμονήσαμεν νὰ λάβωμεν τὸ ἰατρικόν ὅπου μᾶς ὑπεσχέθη;». Ἐπειδὴ δὲ ἐλυπούμην καὶ ἐγὼ διὰ τὴν ἀμέλειαν ταύτην καὶ τὴν ἐπρόσταξα νὰ ἐπιστρέψῃ ὀπίσω γρήγορα, διὰ νὰ τὸ λάβῃ, κατὰ τύχην ἐγύρισε τὸ παιδίον νὰ κοιτάξῃ εἰς τὴν μητέρα του, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἡ τροφὸς εἰς τὰς χεῖράς της, εὐθὺς δὲ ὅπου ἐκοίταξεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τέκνου ἡ μήτηρ του, ἀπὸ τὴν χαράν της μοῦ λέγει μὲ μεγάλην φωνήν· «Μὴ λυπεῖσαι διὰ τὸ ἰατρικόν, διότι δὲν ὑστερήθημεν ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου μᾶς ἔταξεν ἡ Ἁγία· ἐπειδὴ τὸ ἰατρικόν της ἦτο ἡ θεραπεία, ὅπου ἔκαμεν εἰς τὸ τέκνον μας διὰ μέσου τῆς προσευχῆς της, καὶ δὲν ἔμεινεν εἰς τὸν ὀφθαλμόν του κανένα σημεῖον πάθους, ὅπου νὰ μὴ θεραπευθῇ ἀπὸ τὸ ἰατρικόν της». Ταῦτα δὲ λέγουσα, ἔλαβεν εἰς τὰς ἀγκάλας της τὸ τέκνον, καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὰς χεῖράς μου.