Μὲ τὸ νὰ ἐσυγχωρήθημεν λοιπὸν νὰ περιστείλωμεν τὸ ἅγιον λείψανον μὲ τὰ ἰδικά μου, ἐπρόσταξα ἕνα ἄνθρωπόν μου και ἔφερεν ἕνα φόρεμα διὰ νὰ ἐνδύσωμεν τὸ λείψανον· ἡ δὲ Οὐετιανή, περιστέλλουσα μὲ τὰς χεῖράς της τὴν ἱερὰν κεφαλὴν τῆς Ὁσίας, ἔβαλε τὸ χέρι της εἰς τὸν λαιμὸν καὶ λέγει πρὸς ἐμέ· «Ἰδοὺ ὁ περιδέραιος στολισμὸς ὅπου εἶναι κρεμασμένος ἀπὸ τὸν λαιμόν της». Λύσασα δὲ τὸν δεσμὸν ἀπὸ ὀπίσω, μοῦ ἔδειξεν ἕνα Σταυρὸν σιδηροῦν, καὶ ἕνα δακτυλίδιον σιδηροῦν, τὰ ὁποῖα ἦσαν δεμένα μὲ νῆμα λεπτόν, καὶ ἐκρέμαντο ἐπάνω εἰς τὴν καρδίαν της. Καὶ ἐγὼ εἶπον· «Ἂς γίνῃ κοινὸν αὐτὸ τὸ ἀπόκτημα· καὶ σὺ ἔχε τὸν Σταυρὸν εἰς φυλακτήριόν σου, εἰς ἐμὲ δὲ εἶναι ἀρκετὴ ἡ κληρονομία τοῦ δακτυλιδίου». Ἐπάνω δὲ εἰς τὴν σφραγῖδα τοῦ δακτυλιδίου ἦτο χαραγμένος Σταυρός, ὁ ὁποῖος ἐφανέρωνε τὸ τίμιον ξύλον τοῦ Σταυροῦ, ὅπου ἦτο κεκρυμμένον μέσα εἰς τὴν σφραγῖδα, καθὼς μοῦ εἶπεν ἡ Οὐετιανή, ὅπου τὸ ἤξευρεν.
Ἐπειδὴ δὲ καὶ ἦτο καιρὸς νὰ ἐνδυθῇ τὸ καθαρὸν σῶμα μὲ τὸ φόρεμα, ἡ δὲ μακαρία ἔδωκεν εἰς ἐμὲ ἐντολὴν να ὑπηρετήσω εἰς τοῦτο, ἐξετέλουν τὸ πρόσταγμα· ἦτο δὲ ἐκεῖ ἡ προαναφερθεῖσα Οὐετιανὴ καὶ μοῦ ἐσυμβοηθοῦσε καὶ ἐνέδυον τὸ ἱερὸν λείψανον μὲ τὸ φόρεμα· τότε μοῦ εἶπεν ἐκείνη· «Μὴ ἀφήσῃς ἀθεώρητον τὸ μεγάλον θαῦμα ὅπου ἔκαμεν ἡ Ἁγία». Παρευθὺς δὲ ἐγύμνωσε μέρος τι ἀπὸ τὸ στῆθός της, καὶ φέρουσα τὸν λύχνον πλησιέστερα εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο μοῦ ἔδειξεν ἕνα λεπτὸν σημεῖον εἰς τὸ δέρμα, τὸ ὁποῖον ὡμοίαζεν ὡς νὰ ἔγινεν ἀπὸ λεπτὴν βελόνην. Ἐγὼ δὲ τῆς εἶπον· «Καὶ τί θαῦμα εἶναι, ἂν τὸ μέρος τοῦτο τοῦ σώματος ἔχει τὸ σημάδι τοῦτο;». Καὶ ἐκείνη ἀπεκρίθη· «Τοῦτο ἔμεινεν εἰς τὸ σῶμα μία ἐνθύμησις τῆς μεγάλης βοηθείας, ὅπου ἐνήργησεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν μακαρίαν· διότι ἕνα καιρὸν ἐφύτρωσεν εἰς τοῦτο τὸ μέρος ἕνα πάθος δεινόν, ἦτο δὲ κίνδυνος, ἐὰν δὲν ἐσχίζετο μὲ μάχαιραν, νὰ γίνῃ μεγάλον καὶ ἀνίατον, καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἐπαρακαλοῦσεν ἡ μήτηρ της νὰ φέρῃ ἰατρὸν νὰ τὸ σχίσῃ· ἡ δὲ μακαρία ἐστοχάσθη, ὅτι τὸ νὰ ξεγυμνώσῃ κανένα μέρος τοῦ σώματός της καὶ νὰ τὸ ἰδοῦν ξένα μάτια ἦτο χειρότερον κακὸν ἀπὸ τὸ πάθος ἐκεῖνο ὅπου ἔπασχεν. Ὅθεν ὅταν ἦλθεν ἡ ἑσπέρα καὶ ἐτελείωσε τὴν συνηθισμένην ὑπηρεσίαν τῆς μητρός της, ἐμβῆκεν εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ὅλην τὴν νύκτα, καὶ προσπίπτουσα ἐπαρακαλοῦσε τὸν ἰατρὸν τῶν ἁπάντων Θεὸν νὰ τὴν θεραπεύσῃ· τόσα δὲ δάκρυα ἔχυσεν, ὅπου μὲ αὐτὰ ἔκαμε πηλόν, καὶ ἐκεῖνον μετεχειρίσθη ἰατρικὸν εἰς τὸ πάθος