κάθε ἡμέραν τὸ κέρδος ποὺ πραγματοποιοῦν καὶ ὅταν κερδήσουν περισσότερα χαίρονται καὶ ὅταν ζημιωθοῦν λυποῦνται, πόσῳ μάλιστα πρέπει νὰ ἀγρυπνῶμεν ἡμεῖς αἱ ὁποῖαι πραγματευόμεθα τὸν ἀληθινὸν θησαυρόν, καὶ νὰ ποθοῦμεν ν’ ἀποκτήσωμεν περισσότερα ἀγαθά; Εἰ δὲ καὶ γίνῃ καὶ ὀλίγη κλοπὴ ἀπὸ τὸν ἐχθρόν, πρέπει νὰ λυπούμεθα καὶ νὰ κατακρίνωμεν τὸν ἑαυτόν μας, ὄχι ὅμως νὰ ἀπελπιζώμεθα καὶ νὰ τὰ ρίπτωμεν ὅλα κάτω, διὰ τὸ πταῖσμα ἐκεῖνο εἰς τὸ ὁποῖον ὑπεπέσαμεν χωρὶς νὰ θέλωμεν ἐξ αἰτίας τοῦ πειρασμοῦ· ἔχεις τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα πρόβατα! ζήτει καὶ ἐκεῖνο ὅπου ἐπλανήθη· μὴ φοβηθῇς διὰ τὸ ἕνα ποὺ ἔχασες, καὶ φύγῃς ἀπὸ τὸν Δεσπότην Θεόν, καὶ ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ αὐτόν, διὰ νὰ μὴ σκλαβώσῃ ὁ αἱματοφάγος διάβολος ὅλον τὸ πλῆθος τῶν πράξεών σου καὶ τὸ ἀφανίσῃ διὰ μέσου τῆς ἀπελπισίας· λοιπὸν μὴ ἀφήσῃς τὴν τάξιν σου διὰ τὸ ἓνα ὅπου ἔχασες· διότι ὁ Δεσπότης μας εἶναι ἀγαθός, καὶ καλῶς λέγει ὁ Δαβίδ· «Ὅταν πέσῃ ὁ δίκαιος οὐ καταταραχθήσεται, ὅτι ὁ Κύριος ἀντιστηρίζει χεῖρα αὐτοῦ».
«Ὅσα πράξωμεν ἢ κερδήσωμεν εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, πρέπει νὰ τὰ στοχαζώμεθα ὅτι εἶναι ὀλίγα, συγκρινόμενα μὲ τὸν αἰώνιον πλοῦτον τῆς μελλούσης ζωῆς· διότι εἰς τοῦτον τὸν κόσμον εὑρισκόμεθα ὡς μέσα εἰς ἄλλην κοιλίαν μητρός· καὶ καθὼς ὅταν εἴμεθα μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μας, δὲν εἴχομεν τέτοιαν ζωήν, ὁποίαν ἔχομεν τώρα, οὐδὲ ἠμπορούσαμεν νὰ κάμωμεν ἐκεῖνα ὅπου κάμνομεν τώρα, ὅτι τότε δὲν ἐβλέπαμεν τὸν ἥλιον οὔτε κανένα ἄλλο φῶς, καθὼς λοιπὸν ὅταν εὑρισκόμεθα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μας, ὑστερούμεθα ἀπὸ πολλὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἔτσι πάλιν καὶ τώρα ποὺ εὑρισκόμεθα εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, ὑστερούμεθα ἀπὸ πολλὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Διὰ τοῦτο καθὼς ἀπηλαύσαμεν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, οὕτω ἂς ἀγαπήσωμεν νὰ ἀπολαύσωμεν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά· καθὼς εἴδομεν ἐδῶ τοῦτο τὸ αἰσθητὸν φῶς, τοιουτοτρόπως ἂς ποθήσῳμεν νὰ ἴδωμεν καὶ τὸν νοητὸν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης. Τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἂς στοχαζώμεθα πατρίδα καὶ μητέρα ἰδικήν μας, καὶ τὸν Θεὸν ἂς ὀνομάζωμεν Πατέρα μας· ἂς ζήσωμεν ἐδῶ μὲ σωφροσύνην, διὰ νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν αἰώνιον ζωήν».