«Καὶ καθὼς αἱ κακίαι ἀκολουθοῦν ἡ μία τὴν ἄλλην (διότι εἰς τὴν φιλαργυρίαν ἀκολουθοῦν ὁ φθόνος, ὁ δόλος, ἡ ἐπιορκία, ὁ θυμός, ἡ μνησικακία), οὕτω καὶ αἱ ἀρεταὶ ἀκολουθοῦν τὴν ἀγάπην, ἤτοι ἡ πρᾳότης, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀνεξικακία, καὶ τὸ τέλειον ἀγαθόν, ἡ ἀκτημοσύνη· διότι δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ ἀποκτήσῃ τις τὴν ἀγάπην, ἄν δὲν ἀποκτήσῃ πρῶτον τὴν ἀκτημοσύνην, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἐπρόσταξε νὰ ἀγαπῶμεν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι ἕνα μόνον· ὅθεν ἔχομεν χρέος νὰ μὴ παραβλέπωμεν ὃλους ἐκείνους, οἵτινες ἔχουν χρείαν, ἀλλὰ νὰ τοὺς βοηθῶμεν· διότι ἐὰν δὲν δώσωμεν εἰς ὅλους, ἀλλὰ μόνον εἰς μερικούς, κλέπτεται ἡ ἀγάπη μας καὶ χάνεται, διότι δὲν τοὺς ἀγαπῶμεν ὅλους. Τὸ νὰ ἐπαρκῇ δέ τις νὰ δίδῃ εἰς ὅλους εἶναι ἀδύνατον εἰς ἄνθρωπον· ὅτι τοῦτο εἶναι ἔργον τοῦ Θεοῦ μόνον· ἀλλὰ ἐὰν εἴπῃ τις ὅτι ὅποιος δὲν ἔχει τίποτα εἶναι πρέπον νὰ ἀγωνίζηται εἰς τὸ νὰ ἀποκτήσῃ διὰ νὰ κάμῃ ἐλεημοσύνην, ἂς ἠξεύρῃ ὅτι τοῦτο ἐπροστάχθη εἰς τοὺς κοσμικοὺς καὶ ὄχι εἰς τοὺς Μοναχούς· διότι ἡ ἐλεημοσύνη δὲν ἐπροστάχθη ἀπὸ τὸν Θεὸν τόσον διὰ νὰ κυβερνηθοῦν οἱ πτωχοί, ὅσον διὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀγάπην ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐλεοῦν· διότι ὁ Θεός, ὅστις κυβερνᾷ τὸν πλούσιον, αὐτὸς κυβερνᾷ καὶ τὸν πτωχόν. Ἴσως ὅμως εἴπῃ τις· «Λοιπὸν ἡ ἐλεημοσύνη περιττῶς ἐπροστάχθη;». Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται ἀρχὴ τῆς ἀγάπης, εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν ἠξεύρουν νὰ τὴν ἀποκτήσουν· ὅτι καθὼς ἡ περιτομὴ τῆς ἀκροβυστίας, ἦτο παράδειγμα τῆς περιτομῆς τῶν παθῶν τῆς καρδίας, οὕτω καὶ ἡ ἐλεημοσύνη κατεστάθη διδάσκαλος τῆς ἀγάπης· ὅμως εἰς ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐδόθη ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, εἰς αὐτοὺς εἶναι περιττὴ ἡ ἐλεημοσύνη».
«Λέγω δὲ αὐτά, ὄχι διὰ νὰ κατηγορήσω τὴν ἐλεημοσύνην, ἀλλὰ διὰ νὰ δείξω τὴν καθαρότητα τῆς ἀκτημοσύνης· λοιπὸν τὸ μικρότερον καλόν, ἤτοι ἡ ἐλεημοσύνη, ἂς μὴ γίνεται ἐμπόδιον εἰς τὸ μεγαλύτερον καλὸν τῆς ἀκτημοσύνης, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἀγάπη. Σὺ ἡ Μοναχὴ εἰς ὀλίγον καιρόν, ἢ μὲ ὀλίγον κόπον, κατώρθωσας τὸ μικρὸν καλόν· διότι ὅλα τὰ ὑπάρχοντα τὰ ἔδωκες εἰς τοὺς πτωχούς, σπούδασον λοιπὸν νὰ κατορθώσῃς καὶ τὸ μεγαλύτερον, ἤτοι τὴν ἀγάπην σὺ χρεωστεῖς νὰ εἰπῇς τὴν ἐλευθέραν ἐκείνην φωνήν· «Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι». Σὺ ἠξιώθης νὰ μιμηθῇς τὴν παρρησιαστικὴν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων, δηλαδὴ τοῦ Πέτρου καὶ Ἰωάννου, οἵτινες εἶπον· «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι»· διπλῆ ἦτο ἡ γλῶσσα τῶν δύο ἐνδόξων Ἀποστόλων ἥτις εἶπε ταῦτα, ἀλλὰ ἡ πίστις των ἦτο μονότροπος».