«Ἡμεῖς ἐτιμήθημεν μὲ μεγαλυτέραν ἀξίαν ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς· διότι καθὼς οἱ αὐθένται, ὅπου εἶναι εἰς τὸν κόσμον, ἔχουν διαφόρους ὑπηρέτας καὶ ἄλλους στέλλουν εἰς τὰ κτήματά των, διὰ νὰ ἐργασθοῦν τὴν γῆν, καὶ ἄλλους, τοὺς πλέον καλλιτέρους, κρατοῦν εἰς τὰς οἰκίας των διὰ νὰ τοὺς ὑπηρετοῦν, οὕτω καὶ ὁ Κύριος τοῦ παντὸς τοὺς ὑπανδρευμένους ἔβαλεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἐκείνους ὅπου εἶναι καλλίτεροι αὐτῶν καὶ ἔχουν ἀγαθὴν προαίρεσιν, τοὺς ἔβαλεν ἔμπροσθέν του διὰ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ξένοι πρὸς ὅλα τὰ γήϊνα, διότι ἠξιώθησαν νὰ τρώγουν ἀπὸ τὴν Δεσποτικὴν τράπεζαν· αὐτοὶ δὲν φροντίζουν διὰ ἐνδυμασίαν, διότι εἶναι ἐνδευμένοι τὸν Χριστόν· πλὴν καὶ τῶν δύο τάξων τούτων ἕνας εἶναι ὁ αὐθέντης, ὁ Κύριος· καὶ καθὼς ἀπὸ τὸν αὐτὸν σῖτον εἶναι καὶ τὸ ἄχυρον καὶ ὁ καρπός, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶναι καὶ οἱ κοσμικοὶ καὶ οἱ Μοναχοί· καὶ χρειάζονται καὶ τὰ δύο ταῦτα, καὶ τὰ φύλλα διὰ φύλαξιν καὶ χρείαν τοῦ καρποῦ, καὶ ὁ καρπὸς διὰ νὰ σπαρθῇ καὶ νὰ κάμῃ ἄλλον. Καθὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἐν ταὐτῷ βοτάνη καὶ καρπός, τοιουτοτρόπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κάμωμεν καὶ ἡμεῖς κανένα καρπὸν οὐράνιον, ἐὰν ἔχωμεν τὴν δόξαν τὴν κοσμικήν· καὶ καθὼς ἐὰν δὲν πέσουν τὰ φύλλα καὶ δὲν ξηρανθῇ ἡ καλάμη, δὲν γίνεται ὁ στάχυς ἐπιτήδειος εἰς θερισμόν, οὕτω καὶ ἡμεῖς, ἐὰν δὲν ἀποβάλωμεν τὴν φαντασίαν τῶν γηΐνων, τὴν ὁποίαν ἔχομεν ἀντὶ φύλλων, καὶ δὲν ξηράνωμεν τὸ σῶμά μας ὡς καλάμην, καὶ ἐὰν δὲν ὑψώσωμεν τὸν λογισμόν μας εἰς τὸν Θεόν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γεννήσωμεν σπέρμα, ἤτοι λόγον σωτηρίας».
«Κινδυνῶδες πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ διδάσκῃ τις προτοῦ νὰ γυμνασθῇ τὰς πρακτικὰς ἀρετάς· διότι καθὼς ἐκεῖνος ὅστις ἔχει οἰκίαν σαθράν, ἐὰν δεχθῇ ξένους εἰς αὐτήν, θέλει τοὺς βλάψει μὲ τὴν κατακρήμνισιν, ἔτσι καὶ αὐτός, διότι δὲν ᾠκοδόμησε στερεὰ τὴν ἰδικήν του οἰκίαν, ἤτοι διότι δὲν ἔμαθεν ἐνωρίτερα μὲ τὴν πρᾶξιν τὰς ἀρετάς, ἀπώλεσε μαζὶ μὲ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐκείνους ὅπου ἐδίδαξε· διότι οἱ τοιοῦτοι μὲ τὰ λόγια ἐπαρακίνησαν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν σωτηρίαν, καὶ μὲ τὰ κακά των ἔργα τοὺς ἔβλαψαν περισσότερον· ἐπειδὴ ἡ διδασκαλία μόνη ὁμοιάζει μὲ τὴν ζωγραφίαν, ἡ ὁποία γίνεται ἀπὸ χρώματα ἐξίτηλα, τὰ ὁποῖα διαλύει καὶ ἐξαλείφει ὀλίγος καιρὸς μὲ τὰς σταγόνας τῆς βροχῆς καὶ μὲ τὴν πνοὴν τῶν ἀνέμων· ἀλλὰ τὴν διδασκαλίαν, ἥτις γίνεται μὲ τὰ ἔργα, δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν ἐξαλείψουν αἰῶνες ὁλόκληροι, ὃτι ὁ λόγος ὁ ἔμπρακτος τυπώνεται στερεὰ μέσα εἰς τὴν ψυχήν, καὶ οὕτω χαρίζει εἰς τοὺς ἀκροατὰς παντοτεινὸν καὶ ἀνεξάλειπτον ὁμοίωμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀρετῶν αὐτῶν· λοιπὸν καὶ ἡμεῖς πρέπει νὰ μὴ κάμνωμεν τὴν θεραπείαν τῆς ψυχῆς εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀλλὰ νὰ τὴν στολίζωμεν ὅλως διόλου, καὶ μάλιστα νὰ φροντίζωμεν νὰ καθαρίζωμεν τὸ ἐσωτερικὸν βάθος της».