«Πρέπει ὅθεν νὰ φυλαττώμεθα πολὺ ἀπὸ τὴν μνησικακίαν, διότι ἀπὸ αὐτὴν ἀκολουθοῦν πολλὰ κακά, ἤτοι φθόνος, λύπη, καταλαλιὰ κ.λ.π. καὶ τούτων τῶν παθῶν ἡ κακία εἶναι θανατηφόρος καὶ ἂς φαίνεται ὃτι εἶναι μικρὰ καὶ ὀλίγη· ἐπειδὴ πολλάκις ἡ πορνεία, ὁ φόνος καὶ ἡ πλεονεξία, τὰ μεγάλα αὐτὰ πάθη, ἰατρεύθησαν μὲ τὸ σωτήριον ἰατρικὸν τῆς μετανοίας· ἀλλ’ ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ μνησικακία καὶ ἡ καταλαλιά, ἅτινα φαίνονται μικρά, αὐτὰ ἐθανάτωσαν τὴν ψυχήν, μὲ τὸ νὰ ἐνεπάγησαν ὡς καρφία εἰς τὰ πλέον κινδυνώδη μέρη τῆς ψυχῆς· θανατώνουν δὲ τὴν ψυχὴν ὄχι διότι κάμνουν μεγάλην πληγήν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀμελοῦν ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐπληγώθησαν ἀπὸ αὐτά, νὰ θεραπεύσουν τὰς πληγάς των, νομίζοντες τὴν καταλαλιὰν καὶ τὰ λοιπὰ ὅτι δὲν εἶναι τίποτε καὶ θεωροῦντες αὐτὰ μικρὰ ἁμαρτήματα δὲν ἐπιμελοῦνται νὰ τὰ διορθώσουν καὶ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον διαφείρονται ἀπὸ αὐτά».
«Βαρὺ κατ’ ἀλήθειαν καὶ μισάνθρωπον ἁμάρτημα εἶναι ἡ καταλαλιά, ἡ ὁποία εἶναι ὡς τροφὴ καὶ ἀνάπαυσις μερικῶν ἀνθρωπων· σὺ ὅμως μὴ παραδεχθῇς εἰς τὸν ἑαυτόν σου ἀκοὴν ματαίαν, καθὼς προστάσσει ὁ Θεός· καὶ μὴ ἀκούῃς ξένα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ φύλαττε τὴν ψυχήν σου ἀπέριττον καὶ καθαρὰν ἀπὸ ταῦτα· διότι, ἐὰν δεχθῇς τὴν βρωμερὰν ἀκαθαρσίαν τῆς καταλαλιᾶς, θέλεις προξενήσει εἰς τὴν ψυχήν σου μολυσμοὺς μὲ τοὺς λογισμούς, καὶ θέλεις μισήσει, χωρὶς καμμίαν αἰτίαν, ἐκείνους οἵτινες συνομιλοῦν καὶ συναναστρέφονται μετὰ σοῦ. Καὶ ὅταν καταμολυνθῇ ἡ ἀκοή σου ἀπὸ τὰς κακολογίας τῶν καταλάλων, τότε πλέον οὐδένα διαχωρίζεις, ἀλλὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς νομίζεις τοιούτους, καθὼς καὶ ὁ ὀφθαλμός, ὅταν ἰδῇ μὲ πολλὴν περιέργειαν κανὲν χρῶμα καὶ τὸ χορτάσῃ, τότε πλέον δὲν διακρίνει τὰ ἄλλα χρώματα, ἀλλὰ ὅσα βλέπει τὰ φαντάζεται ὅμοια μὲ ἐκεῖνο. Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ φυλάττωμεν τὴν γλῶσσάν μας καὶ τὴν ἀκοήν μας, καὶ οὔτε νὰ καταλαλῶμεν κανένα, οὔτε νὰ ἀκούωμεν μὲ πάθος τὰς καταλαλιάς, τὰς ὁποίας λέγουν ἄλλοι. Νὰ ἔχωμεν δὲ πάντοτε κατὰ νοῦν τὸ τοῦ Προφητάνακτος Δαβίδ· «Τὸν καταλαλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ τοῦτον ἐξεδίωκον»· καὶ πάλιν «Ὅπως ἂν μὴ λαλήσῃ τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων». Οὔτε πρέπει νὰ πιστεύωμεν εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα λέγονται ἐναντίον τῶν ἄλλων, οὔτε νὰ κατακρίνωμεν ἐκείνους οἵτινες τὰ λέγουν· ἀλλὰ νὰ κάμνωμεν καὶ νὰ λέγωμεν, καθὼς μᾶς προστάσσει ἡ Ἁγία Γραφή· «Ἐγὼ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ».