Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ.

«Μὲ τοιούτους λογισμοὺς εἷναι δυνατὸν νὰ ἰατρεύσῃ τις τὰ ἐναντία πάθη, ἤτοι τὴν ἀπελπισίαν καὶ τὴν ὑπερηφάνειαν· ὅτι καθὼς τὸ πῦρ, ὅταν φυσᾶται δυνατά, σκορπίζεται καὶ χάνεται, καὶ πάλιν, ὅταν τελείως δὲν φυσᾶται, φθείρεται καὶ σβύνει, οὕτω καὶ ἡ ἀρετή, ἐὰν λάβῃ πολλὴν καὶ ὑπερβολικὴν ἄσκησιν, ἀφανίζεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν· καὶ πάλιν, ἂν τὴν ἀμελήσωμεν καὶ δὲν βιάσωμεν ὁλότελα τὸν ἑαυτόν μας, διὰ νὰ ριπίσῃ αὐτὴν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, σβύνει καὶ ἀφανίζεται. Ἡ ἀκονισμένη καὶ κοπτερὰ μάχαιρα εὔκολα στομώνεται ἀπὸ τὴν πέτραν· καὶ ἡ ἄσκησις ἡ ὑπερβολικὴ σύντομα χάνεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν· διὰ τοῦτο πρέπει νὰ προφυλάττῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν ψυχὴν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, καὶ ὅταν καίεται ἀπὸ τὴν καῦσιν τῆς ὑπερηφανείας διὰ τὴν ἄκραν της ἄσκησιν πρέπει νὰ τὴν φέρῃ ὑποκάτω εἰς τόπους σκιερούς, ἤτοι νὰ τὴν ταπεινώνῃ εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ μερικὰς φορὰς πρέπει νὰ κόπτῃ ἀπὸ τὴν ψυχήν του καὶ τὰ περιττὰ καὶ ἐκεῖνα ὅπου εἶναι παραπάνω ἀπὸ τὰ διωρισμένα, διὰ νὰ δυναμώνῃ περισσότερον ἡ ρίζα καὶ νὰ βλαστάνῃ κλάδους καρποφόρους. Ἐκεῖνος ὅμως, ὅστις πολεμεῖται ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν, πρέπει νὰ βιάζῃ τὸν ἑαυτόν του μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ εἴπομεν ἀνωτέρω, διὰ νὰ τρέχῃ εἰς τὰ ἄνω, ἤτοι νὰ ἐλπίζῃ εἰς τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἡμῶν, διότι ἡ ψυχή του εἶναι πεσμένη κάτω ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του».

«Καθὼς δὲ οἱ ἐπιτήδειοι γεωργοί, ὅταν ἴδουν κανὲν φυτὸν ἀδύνατον καὶ μικρόν, τὸ ποτίζουν συχνά, καὶ τὸ ἐπιμελοῦνται πολὺ διὰ νὰ αὐξηθῇ, καὶ ἂν ἀκόμη ἴδουν κανένα βλαστὸν νὰ βλαστήσῃ πρὸ καιροῦ εἰς αὐτό, τὸν κόπτουν ὡς περιττόν, ἐπειδὴ τότε τὸ φυτὸν αὐτὸ ξηραίνεται σύντομα καὶ καθὼς οἱ ἰατροὶ μερικοὺς ἀσθενεῖς παρακινοῦν νὰ τρώγουν πολὺ καὶ νὰ περιπατοῦν, μερικοὺς δὲ τοὺς ἐμποδίζουν νὰ μὴ τρώγουν, οὕτω πρέπει νὰ κάμουν καὶ οἱ ἰατροὶ τῶν ψυχῶν. Λοιπὸν εἷναι φανερόν, ὅτι ἡ ταπείνωσις εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ ὅλας τὰς ἀρετάς· ὅθεν δύσκολον εἶναι νὰ τὴν ἀποκτήσῃ τις. Διότι ἐὰν δὲν ἀπορρίψῃ κάθε δόξαν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτύχῃ τὸν θησαυρὸν τῆς ταπεινοφροσύνης· τόσον δὲ μεγάλη εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ὣστε καὶ ὁ διάβολος, ὅστις μιμεῖται ὅλας τὰς ἀρετάς, τὴν ταπεινοφροσύνην δὲν τὴν ἠξεύρει ὁλότελα τὶ εἶναι. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, γνωρίζων πόσον ἀσφαλὴς καὶ στερεὰ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, μᾶς προστάζει νὰ τὴν ἐγκομβώσωμεν, ἤτοι νὰ τὴν ἐνδυθῶμεν σφικτά, καὶ θέλει ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ κάμνουν τὰ καλὰ ἔργα νὰ φοροῦν αὐτὴν ὡς ἔνδυμα· διότι κἄν νηστεύῃς, κἂν ἐλεῇς, κἂν διδάσκῃς, κἂν παρθένος καὶ σώφρων εἶσαι, κἄν σοφός, πρέπει νὰ ἔχῃς πάντοτε καὶ τὴν ταπεινοφροσύνην νὰ σὲ φυλάττῃ ὡς τεῖχος δυνατὸν καὶ νὰ συγκρατῇ ὅλας σου τὰς ἄλλας ἀρετάς».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ δὲ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Ὀλυμπιόδωρος συνάγουν ἐκ τῆς Γραφῆς, ὅτι ἑπτὰ χρόνους μόνον ἔκαμεν ὁ Ἰὼβ εἰς τὴν πληγήν, οἱ ὁποῖοι μολονότι συναριθμοῦνται εἰς τὴν χρονολογίαν τῆς ζωῆς του, ὅμως προσετέθησαν εἰς τὸν Ἰὼβ ἀπὸ τὸν Θεὸν μετὰ τὴν πληγήν· ὅτι ἐδιπλασιάσθησαν οἱ χρόνοι τῆς ζωῆς του, καὶ ὅρα εἰς τὸν Ἰώβ.

[2] Εἰς τὴν Ὁσίαν Συγκλητικὴν συνέταξε πλήρη ἑορτάσιμον Ἀκολουθίαν ὁ γνωστὸς Ὑμνογράφος πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης ἐκδοθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου πατρὸς Αὐγουστίνου Καντιώτου: «Ἔκδοσις Φιλοπτώχου Ἀδελφότητος ἡ Ἀγάπη» 1959.