«Ἀφοῦ δὲ ἡ ψυχὴ νικήσῃ αὐτὰ τὰ πάθη καὶ κυριεύσῃ τὴν κοιλίαν καὶ ὅλας τὰς ὑπογαστρίους ἡδονάς, καὶ ἀφοῦ καταφρονήσῃ τὰ χρήματα, τότε ὁ δόλιος μένων ἔρημος ἀπὸ ὅλα του τὰ ἄλλα ὅπλα ἐμβάλλει κρυφίως εἰς τὴν ψυχὴν τὴν ἄτακτον κίνησιν τῆς ὑπερηφανείας· διότι τὴν ὑψώνει καὶ τὴν κάμνει νὰ ὑπερηφανεύεται ἀπρεπῶς ἐναντίον τῶν ἄλλων ἀδελφῶν. Βαρὺ κατὰ ἀλήθειαν καὶ ὀλέθριον εἶναι τὸ δηλητήριον τοῦτο τῆς ὑπερηφανείας, μὲ τὸ ὁποῖον ποτίζει ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν, πολλοὺς δὲ ἐναρέτους ἐσκότισε μὲ αὐτό, καὶ παρευθὺς τοὺς ἐκρήμνισεν, ἐπειδὴ ἐμβάλλει κρυφίως εἰς τὴν ψυχὴν λογισμὸν ψευδῆ καὶ θανατηφόρον, καὶ τὴν κάμνει νὰ φαντάζεται ὅτι ἐκατάλαβεν ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἠξεύρουν οἱ ἄλλοι, ὅτι τοὺς ὑπερβαίνει εἰς τὰς νηστείας, ὅτι ἔχει περισσοτέρας ἀρετάς. Πρὸ τούτοις τὴν κάμνει νὰ λησμονῇ τὰς ἁμαρτίας της καὶ νὰ ὑψώνεται ἐναντίον τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, διότι τῆς κλέπτει ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τὰ σφάλματά της, διὰ νὰ μὴ εἴπῃ ἐκείνην τὴν φωνὴν τοῦ Δαβίδ, διὰ νὰ ἰατρευθῇ, ἤτοι τὸ «Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον, ἐλέησόν με»· οὔτε τὴν ἀφήνει νὰ λέγῃ· «Ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου»· ἀλλὰ καθὼς αὐτὸς ὁ διάβολος εἶπεν ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ, «Ἀναβήσομαι καὶ θήσω τὸν θρόνον μου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν», οὕτω καὶ τὸν ὑπερήφανον ἄνθρωπον τὸν κάμνει νὰ φαντάζεται ἑαυτὸν εἰς ἐξουσίαν, εἰς πρωτοκαθεδρίας, εἰς διδασκαλίας, εἰς χάριτας ἰαμάτων καὶ ὅποιος ἀπατηθῇ ἀπὸ τὸν διάβολον τοιουτοτρόπως φθείρεται καὶ ἀφανίζεται, διότι ἐπληγώθη ἀπὸ πληγὴν δυσίατον».
«Ὅταν λοιπὸν ἔχῃ τις τοιούτους λογισμοὺς ὑπερηφανείας, πρέπει νὰ μελετᾷ πάντοτε τὸ θεῖον λόγιον τοῦ Δαβίδ· «Ἐγὼ εἰμι σκώληξ και οὐκ ἄνθρωπος» καὶ τὸ ἄλλο τοῦ Ἀβραάμ· «Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδὸς» καὶ τὸ ἄλλο τοῦ Ἠσαΐου «Πᾶσα δικαιοσύνη ἀνθρώπου ὡς ράκος ἀποκαθημένης». Καὶ ἂν οἱ λογισμοὶ οὗτοι τῆς ὑπερηφανείας ἐνοχλοῦν τὴν Μοναχὴν ἐκείνην, ἥτις ἡσυχάζει κατὰ μόνας, πρέπει νὰ πηγαίνῃ εἰς τὸ Κοινόβιον καὶ νὰ ἀναγκάζεται νὰ τρώγῃ καὶ δύο φορὰς τὴν ἡμέραν· εἰ δὲ καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ τὸ πάθος τοῦτο τῆς ὑπερηφανείας διὰ τὴν ὑπερβολικήν της ἄσκησιν, πρέπει νὰ ἐπιτιμᾶται σφοδρῶς, καὶ νὰ ὀνειδίζεται ἀπὸ τὰς συνομήλικάς της Μοναχάς, ὅτι δὲν κάμνει κανένα καλόν· καὶ νὰ κάμνῃ κάθε ὑπηρεσίαν· καὶ νὰ ἀκούῃ τοὺς Βίους τῶν μεγάλων Ἁγίων· πρὸς τούτοις πρέπει καὶ αἱ συνασκήτριαι αὐτῆς νὰ αὐξήσουν τοὺς ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως μερικὰς ἡμέρας, διὰ νὰ ἴδῃ ἡ ὑπερήφανος τὰς μεγάλας ἀρετὰς ἐκείνων, νὰ ταπεινωθῇ καὶ νὰ νομίζῃ τὸν ἑαυτόν της κατώτερον ἀπὸ ἐκείνας.