«Ἀλλὰ καὶ ὁ διάβολος περισσότερον νικᾶται ἀπὸ τοὺς ἀκτήμονας· διότι δὲν δύναται νὰ τοὺς βλάψῃ εἰς τίποτε, ἐπειδὴ αἱ περισσότεραι θλίψεις καὶ οἱ πειρασμοὶ ἀκολουθοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὴν στέρησιν τοῦ πλούτου των· ἀλλ’ εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν τίποτε, ποία θλῖψις ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ; βέβαια οὐδεμία· καὶ ὁ ἐχθρὸς τὶ κακὸν δύναται νὰ κάμῃ εἰς αὐτούς; νὰ καύσῃ τὰ χωράφια τους; δὲν ἔχουν· νὰ φθείρῃ τὰ ζῷά των; καὶ ποῦ εἶναι; νὰ βλάψῃ τὰ ἄλλα πράγματά των; καὶ αὐτὰ ὅλα τὰ παρῄτησαν. Ὥστε ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι μία σκληροτάτη τιμωρία διὰ τὸν διάβολον καὶ ἓνας ἀνεκτίμητος θησαυρὸς τῆς πολυτίμου καὶ ἀθανάτου ψυχῆς μας».
«Ὅσον δὲ ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι μεγάλη καὶ θαυμαστὴ ἀρετή, τόσον ἐκ τοῦ ἐναντίου ἡ φιλαργυρία εἶναι μεγάλη κακία και μοχθηρὰ καί, καθὼς εἶπεν ὁ μακάριος Παῦλος, ρίζα ὅλων τῶν κακῶν· ἐπειδὴ διὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ πλούτου γίνονται ψευδεῖς ὅρκοι, κλοπαί, ἁρπαγαί, πλεονεξίαι φθόνοι, φόνοι, μισαδελφίαι, πόλεμοι, εἰδωλολατρίαι, καὶ ὅλα τὰ ἐπακόλουθα τούτων, ἤτοι ἡ ὑποκρισία, ἡ κολακεία, αἱ ἀπάται· καὶ ὅλων τούτων τῶν κακιῶν αἰτία εἶναι ἡ φιλαργυρία· ὅθεν ὄχι μόνον ὁ Θεὸς παιδεύει τοὺς φιλαργύρους, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἀφ’ ἑαυτῶν καταφθείρουν ἑαυτούς, μὲ τὸ νὰ μὴ χορταίνουν ποτὲ ἀπὸ τὰ ἀργύρια καὶ μὲ τὸ νὰ μὴ λαμβάνῃ ποτὲ τέλος ἡ φροντίδα των καὶ ἡ μέριμνα· διὰ τοῦτο ἡ πληγὴ αὕτη εἶναι εἰς αὐτοὺς ἀνίατος· διότι πρῶτον μὲν ἐκεῖνος, ὅστις δὲν ἔχει τίποτε, ἐπιθυμεῖ ὀλίγα ἔπειτα ὅταν ἀποκτήσῃ τὰ ὀλίγα, ἐπιθυμεῖ τὰ περισσότερα καὶ ἔχων ἑκατόν, ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχῃ χίλια· καὶ ἂν ἀποκτήσῃ χίλια, ζητεῖ νὰ ἀποκτήσῃ ἄπειρα· καὶ τοιουτοτρόπως, μὴ δυνάμενοι νὰ εὕρουν τέλος τῆς ἐπιθυμίας των καὶ νὰ ἀποκτήσουν ὅσα ποθοῦν, κλαίονται πάντοτε, ὅτι εἶναι πτωχοί ἡ δὲ φιλαργυρία ἔχει μαζί της πάντοτε καὶ τὸν φθόνον· ὁ δὲ φθόνος φθείρει πρῶτον ἐκεῖνον ὅπου τὸν ἔχει· ὅτι καθὼς αἱ ἔχιδναι, ὅταν γεννῶνται, φθείρουν τὰς ἰδίας μητέρας των, διότι προτοῦ νὰ βλάψουν ἄλλους, τρώγουν τὰς κοιλίας αὐτῶν καὶ ἐξέρχονται, οὕτω καὶ ὁ φθόνος καταμαραίνει ἐκεῖνον ὅπου τὸν ἔχει, προτοῦ ἀκόμη νὰ βλάψῃ τοὺς ἄλλους γείτονας αὐτοῦ».
«Μέγα κέρδος βέβαια θὰ ἦτο δι’ ἡμᾶς τὰς Μοναχὰς ἂν ὑπεμένομεν τόσους κόπους, διὰ νὰ εὕρωμεν το καθαρὸν καὶ ἄδολον ἀργύριον, ἤτοι τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ὅσους κόπους ἀνυποφόρους ὑποφέρουν ἐκεῖνοι οἵτινες ζητοῦν τὰ μάταια κέρδη τοῦ κόσμου τούτου· οἱ ὁποῖοι δοκιμάζουν ναυάγια εἰς τὴν θάλασσαν, ἀπαντοῦν πειρατάς,