Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ.

«Ὅθεν ἀπόβαλε πρῶτον τὴν γαστριμαργίαν καὶ τὰ ἡδονικὰ φαγητὰ καὶ τα λοιπὰ ἀπολαυστικὰ καὶ ἀναπαυτικὰ τοῦ σώματος, καὶ οὕτω θέλεις δυνηθῆ νὰ περικόψῃς μὲ εὐκολίαν τὴν ὕλην τῶν πραγμάτων καὶ τῶν χρημάτων· διότι νομίζω, ὅτι εἶναι δύσκολον νὰ ἀσκῇς μίαν τέχνην, καὶ νὰ σοῦ λείπουν τὰ ὄργανα τῆς τέχνης ἐκείνης· διότι ἐκεῖνος ὅστις ἀποβάλῃ τὸ πρῶτον, θέλει δυνηθῆ νὰ ἀποβάλῃ καὶ τὸ δεύτερον· διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος, συνομιλῶν μὲ τὸν πλούσιον, δὲν τὸν ἐπρόσταξε παρευθὺς νὰ ἀποβάλῃ τὸν πλοῦτον, ἀλλὰ πρῶτον τὸν ἠρώτησεν ἐὰν ἐφύλαξε τὰς ἐντολὰς τοῦ παλαιοῦ νόμου καὶ ὡς διδάσκαλος ἠρώτησεν αὐτὸν ὡς μαθητήν, ἂν ἤξευρε νὰ συλλαβίζῃ· ἂν ἐσυνήθισε νὰ λέγῃ τὰς λέξεις καὶ τὰ ὀνόματα. Ἔπειτα τοῦ εἶπε νὰ διαβάζῃ μὲ τελειότητα, ἤτοι ἀφοῦ ὁ πλούσιος τοῦ εἶπεν, ὅτι ἐφύλαξε τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου, τότε τοῦ εἶπεν ὁ Κύριος· «Ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι»· καὶ νομίζω ὅτι ἂν ἐκεῖνος ἔλεγεν, ὅτι δὲν ἔκαμεν ἐκεῖνα ὅπου τὸν ἠρώτησε, δὲν ἤθελε τὸν παρακινήσει ὁ Κύριος εἰς τὴν ἀκτημοσύνην· διότι πῶς ἠμπορεῖ νὰ διαβάσῃ παρευθὺς μὲ τελειότητα, ἐκεῖνος ὅστις δὲν ἠξεύρει νὰ συλλαβίσῃ;».

«Καλὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν εἰς τὴν σκληραγωγίαν, και ἔλαβον ἓξιν καὶ εὐκολίαν εἰς τὰ καλά· διότι αὐτοὶ ἀπέρριψαν ὅλα τὰ περιττά, καὶ ἔχουν τὸν νοῦν των καὶ τὴν ἐλπίδα των εἰς μόνον τὸν Θεόν, ψάλλοντες τὸ λόγιον τοῦ ψαλμοῦ· «Οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς σὲ ἐλπίζουσι καὶ σὺ δίδως τὴν τροφὴν τοῖς ἀγαπῶσί σε ἐν εὐκαιρίᾳ». Καὶ κατ’ ἄλλον τρόπον λαμβάνουσιν ὠφέλειαν οἱ ἀκτήμονες· διότι αὐτοὶ μὲ τὸ νὰ μὴ ἔχουν τὸν νοῦν των προσηλωμένον εἰς τὰ γήϊνα πράγματα, στοχάζονται μόνον τὰ οὐράνια ἀγαθά, καὶ δι’ ἐκεῖνα φροντίζουσι καὶ τελειώνουν φανερὰ τὸν λόγον τοῦ Δαβίδ, ὅστις λέγει· «Κτηνώδης ἐγεννήθην παρὰ σοί, κἀγὼ διὰ παντὸς μετὰ σοῦ»· διότι καθὼς τὰ ὑποζύγια ζῷα, ὅπου δουλεύουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀρκοῦνται εἰς μόνην τὴν τροφὴν τὴν ὁποίαν τρώγουν καὶ ἄλλο τίποτε δὲν ζητοῦν, τοιουτοτρόπως καὶ οἱ ἀκτήμονες δουλεύουν μόνον διὰ τὴν καθημερινὴν τροφὴν καὶ τὰ χρήματα καταφρονοῦν ὡς οὐτιδανὰ καὶ ἄχρηστα· οἱ ἀκτήμονες κρατοῦν στερεὰ τὸ θεμέλιον τῆς πίστεως· ὅτι δι’ αὐτοὺς εἶπεν ὁ Κύριος τὸ νὰ μὴ μεριμνοῦν διὰ τὴν αὔριον καὶ ὅτι τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ οὔτε σπείρουν οὔτε θερίζουν καὶ ὁ πατὴρ ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· καὶ εἰς ταῦτα τὰ λόγια ἐπίστευσαν διότι ἐκεῖνος ὅπου τὰ εἶπεν εἶναι Θεὸς καὶ λέγουν μὲ παρρησιασμένην φωνὴν τὸ «ἐπίστευσα διὸ ἐλάλησα».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ δὲ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Ὀλυμπιόδωρος συνάγουν ἐκ τῆς Γραφῆς, ὅτι ἑπτὰ χρόνους μόνον ἔκαμεν ὁ Ἰὼβ εἰς τὴν πληγήν, οἱ ὁποῖοι μολονότι συναριθμοῦνται εἰς τὴν χρονολογίαν τῆς ζωῆς του, ὅμως προσετέθησαν εἰς τὸν Ἰὼβ ἀπὸ τὸν Θεὸν μετὰ τὴν πληγήν· ὅτι ἐδιπλασιάσθησαν οἱ χρόνοι τῆς ζωῆς του, καὶ ὅρα εἰς τὸν Ἰώβ.

[2] Εἰς τὴν Ὁσίαν Συγκλητικὴν συνέταξε πλήρη ἑορτάσιμον Ἀκολουθίαν ὁ γνωστὸς Ὑμνογράφος πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης ἐκδοθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου πατρὸς Αὐγουστίνου Καντιώτου: «Ἔκδοσις Φιλοπτώχου Ἀδελφότητος ἡ Ἀγάπη» 1959.