Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ τοῦ Ρώσου ἀσκήσαντος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ.

Κατὰ τὴν νύκτα τῆς κϛ’ (26ης) Δεκεμβρίου, ὅταν ὁ Ὅσιος μετέβαινεν εἰς τὴν Ἀκολουθίαν, εἶδεν ὅτι τὸ στενὸν μονοπάτι, τὸ ὁποῖον ὡδήγει πρὸς τὸ ἐρημητήριόν του, εἶχεν ἀποφραχθῆ ἀπὸ κορμοὺς πελωρίων αἰωνοβίων πεύκων, οἱ ὀποῖοι ἠμπόδιζον τὴν διάβασιν. Ηὐχαρίστησε τὸν Θεὸν ἐκ βάθους καρδίας, διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὄχι μόνον διὰ τὰς γυναῖκας, ἀλλὰ καὶ δι’ ὅλους ὁ δρόμος πρὸς τὸν Ἄθω, τὸν λόφον τοῦ Ὁσίου, ἦτο κλειστός.

Ἡ ἐρημητικὴ ζωὴ περικλείει πολλοὺς κινδύνους διὰ πάντα ἀσκητήν, τοὺς ὁποίους μόνον μὲ τὴν ἀέναον προσευχήν, τὴν συνεχῆ ἄσκησιν καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ἠμπορεῖ νὰ ὑπερνικήσῃ. Κατὰ τὰ ἔτη ἐκεῖνα τῆς ἀπομονώσεώς του ὁ Ὅσιος πολλὰς φορὰς ἠσθάνετο νὰ κυριεύεται ἡ ψυχή του ἀπὸ ἀκαθορίστους ἀνησυχίας, νὰ καταλαμβάνεται ἀπὸ ἄγχος κατὰ τὰς μακρὰς καὶ ψυχρὰς νύκτας τοῦ χειμῶνος καὶ νὰ πλημμυρίζεται ἡ καρδία του ἀπὸ μίαν ἀκαθόριστον καὶ ἀνέκφραστον λύπην. Πολλὰς φορὰς ἐπερνοῦσεν ἀπὸ τὸν νοῦν του ἡ σκέψις, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν εἶχεν ἐγκαταλείψει. Ὁ Ὅσιος ἀντελαμβάνετο ὅτι πάντα ταῦτα ἦσαν ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος προσεπάθει νὰ ἐμβάλῃ εἰς τὴν ψυχήν του τὸ πνεῦμα τῆς ἀκηδίας διὰ νὰ τὴν κυριεύσῃ. Διὰ νὰ ἀποκρούσῃ καὶ νὰ ἀποδείξῃ ματαίας τὰς ἐπιθέσεις αὐτὰς τοῦ δαίμονος ὁ Ὅσιος ἐπύκνωσε τὰς προσευχάς του καὶ τὰς νηστείας του, ἐνθυμούμενος τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ὅτι «τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰμὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ιθ’ 21).

Ὁ ἀγὼν τοῦ Ὁσίου ἐναντίον τοῦ πονηροῦ ὑπῆρξε μακρὸς καὶ σκληρός. Κατὰ τὸν ἀγῶνα αὐτὸν ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἀνεγίνωσκε τὴν ἑσπερινὴν ἀκολουθίαν του, ἐξήρχετο τὴν νύκτα ἀπὸ τὸ κελλίον, ὥστε νὰ μὴ τὸν βλέπῃ κανείς, καὶ ἀνήρχετο εἰς ἕνα βράχον εἰς τὸ βάθος τοῦ δάσους. Ἐκεῖ ἵστατο ἐπὶ ὥρας πολλὰς ὄρθιος μὲ τὰς χεῖρας ὑψωμένας πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ παρεκάλει τὸν Θεὸν νὰ τὸν προστατεύσῃ ἀπὸ τὰς ἐπιθέσεις τοῦ ἀρχεκάκου καὶ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ τὸν κατανικήσῃ. Ἡ προσευχή του ἦσαν οἱ λόγοι τοῦ Τελώνου, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον εἰς τὴν σχετικὴν παραβολήν· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Αὐτὴν τὴν προσευχὴν ἀπηύθυνε καὶ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς καλύβης του, ὅπου ἔμενε κλεισμένος καὶ διαρκῶς ἀγωνιζόμενος τὸν κατὰ Θεὸν ἀγῶνα του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Γκιουρτζῆδες ἐκαλοῦντο ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ Γεωργιανοὶ καθὸ τουρκιστὶ ἡ Γεωργία καλεῖται Γκιουρτζιστάν. Τὸ πάλαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἐκαλεῖτο Ἰβηρία, οἱ δὲ κάτοικοι Ἴβηρες. Ἡ Γεωργία εἶναι ὑπερκαυκάσιος χώρα τῆς Ἀσίας ὁριζομένη πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τῆς κυρίως ὀροσειρᾶς τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικῶς ὑπὸ τοῦ Ρωσικοῦ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Τουρκίας. Πρωτεύουσα αὐτῆς εἶναι ἡ Τιφλίς. Αὕτη ἦτο στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὸ Βυζάντιον, ἡ δὲ ἐπίδρασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν αὐτῇ ἦτο τόσον βαθεῖα, ὥστε μέχρι τοῦ ἔτους 1936 ὡς ἐπίσημος γλῶσσα αὐτῆς ἐθεωρεῖτο ἡ Ἑλληνική.